Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Βασιλικός πολτός: Ποιους ωφελεί περισσότερο και γιατί




Ο βασιλικός πολτός θεωρείται ελιξήριο υγείας και νεότητας και όχι άδικα αφού αποτελεί μία "βόμβα" πολύτιμων συστατικών.
 
Περιέχει σε ποσοστό 67% νερό, 15.5 % πρωτεΐνη, 12.5 % σάκχαρα και 4% λιπίδια και μεταλλικά άλατα.
Αυτό που δίνει εκπληκτικές ιδιότητες στο βασιλικό πολτό είναι η αφθονία σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β που είναι καθοριστικό για την καλή λειτουργία όχι μόνο του νευρικού συστήματος αλλά και ολόκληρου του οργανισμού.

Ειδικότερα περιέχεται θειαμίνη Β1 3.9mg, ριβοφλαβίνη Β2 26,5mg, νιασίνη Β3 84mg, παντοθεικό οξύ 186mg, πυριδοξίνη Β6 2,4mg, ινοσιτόλη 100mg, βιοτίνη 1,7mg, φυλλικό οξύ 0,2mg.

Περιέχει επίσης σε μικρότερες ποσότητες βιταμίνες C, D, A, E, καθώς και ουσίες, όπως η ακετυλοχολίνη που βρίσκεται σε ποσότητα πάνω από 1 mg/gr και η οποία έχει αγγειοδιασταλτικές ιδιότητες χρήσιμες για τη θεραπεία κυκλοφορικών διαταραχών που απαντώνται σε ηλικιωμένα άτομα.

Επιπλέον, έχει θετική επίδραση στο νευρικό σύστημα.

Ποιους ωφελεί

Παιδιά
-με αναιμία
-που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη
-που προετοιμάζονται για εξετάσεις
-που βρίσκονται στην ανάρρωση

Ενήλικες
-για την πρόληψη εποχιακών ιώσεων
-κατά της κατάθλιψης, άγχους, στρες
-κατά της δυσκοιλιότητας
-κατά της ανικανότητας και της στειρότητας
-κατά των συμπτωμάτων που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση
-κατά της αθηροσκλήρωσης (έλεγχος των επιπέδων της χοληστερόλης)
-κατά της κόπωσης
-κατά του υποσιτισμού και της νευρικής ανορεξίας
-κατά του Parkinson
-κατά του Alzheimer
-κατά της υπέρτασης
-κατά του σακχαρώδη διαβήτη
-στα γηρατειά
-για ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος και λόγω της αντιμικροβιακής δράσης (κυρίως έναντι στρεπτόκοκκων, σταφυλόκοκκων και Ε.coli)
-κατά του πονοκεφάλου
-μειώνει τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου
-μειώνει τα επίπεδα χοληστερόλης
-κατά των καταγμάτων των οστών
-κατά των φλεγμονών
-βελτιώνει τη μνήμη ευεργετικό σε περιπτώσεις μειωμένης μνήμης
-κατά του άσθματος και των αλλεργιών

Δοσολογία

Συστήνεται ένα κουταλάκι το πρωί και ενώ είστε νηστικοί κάτω από τη γλώσσα μέχρι να διαλυθεί. Τα παιδιά πρέπει να παίρνουν μισό κουταλάκι και οι αθλητές και ασθενείς έως και δύο.


Πηγή: http://www.onmed.gr/diatrofi/item/328965-vasilikos-poltos-poious-ofelei-perissotero-kai-giati#ixzz3hDkMOkvu

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ

  
∆ρ. Σοφία Γούναρη

Ερευνήτρια Γ’ Ινστιτούτο Κτηνιατρικών Ερευνών Αθηνών – ΕΘΙΑΓΕ
email: sgounari@nagref.gr  

Θρεπτικές απαιτήσεις

Οι µέλισσες απαιτούν για την επιβίωσή τους πρωτεΐνες ( αµινοξέα), υδατάνθρακες (ζάχαρα), λιπίδια (λιπαρά οξέα, στερόλες), βιταµίνες, ανόργανα άλατα (άλατα), και νερό. Αυτές οι θρεπτικές ουσίες πρέπει να βρίσκονται στην διατροφή σε καθορισµένη ποιοτική και ποσοτική αναλογία για τη βέλτιστη ανάπτυξη και ευζωϊα του πληθυσµού.

Πρωτεΐνες και αµινοξέα  

Οι ενήλικες µέλισσες, ηλικίας 1 έως 14 ηµερών, λαµβάνουν τις πρωτεΐνες από τη γύρη που οι συλλέκτριες συλλέγουν και φέρνουν στην κυψέλη. Ο γόνος, οι προνύµφες των µελισσών, λαµβάνουν τις απαραίτητες πρωτεΐνες κατά τις 3 πρώτες ηµέρες της ζωής τους, µέσω του βασιλικού πολτού, που παράγεται από τους υποφαρυγγικούς αδένες των νεαρών µελισσών και στη συνέχεια µέσω της τροφής, που επίσης φτιάχνουν οι νεαρής ηλικίας µέλισσες, «παραµάνες», ένα µίγµα γύρης, µελιού και δικών τους σιελογόνων εκκρίσεων.

Τέλος η βασίλισσα προσλαµβάνει τις απαραίτητες πρωτεΐνες από τον βασιλικό πολτό, που παράγουν οι «παραµάνες» µέλισσες και ο οποίος είναι η αποκλειστική της τροφή και κατά το στάδιο της προνύµφης αλλά και σ’ όλη της τη ζωή ως ενήλικη. Εάν υπολογίσουµε ότι για τη διατροφή µίας προνύµφης απαιτούνται 100 mgr γύρης, τότε απαιτείται 1 Kg γύρη για την εκτροφή περίπου 10.000 προνυµφών, δηλαδή 1 Kg ανά εβδοµάδα, εάν η βασίλισσα ωοτοκεί 1.500 ωά/ 24ωρο Æ 10.500 ωά/ 7 ηµέρες. Εάν λάβουµε υπ’ όψιν µας ότι σε µία µελισσοκοµική χρονιά εκτρέφονται από ένα µελίσσι περίπου 200.000 µέλισσες, καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι κάθε µελίσσι συλλέγει - µόνο για τις ανάγκες εκτροφής του γόνου και όχι για κατανάλωση από τις ακµαίες µέλισσες - 20 Kg γύρης.

Αντίστοιχα οι ακµαίες µέλισσες καταναλώνουν µεγάλα ποσά γύρης κατά τη διάρκεια των πρώτων 5-6 ηµερών, µετά την έξοδό τους από το κελί, ώστε να µπορέσουν να ολοκληρώσουν την ανάπτυξή τους. Αυτό αφορά κυρίως την ανάπτυξη των υποφαρυγγικών τους αδένων, οι οποίοι θα παράξουν τον βασιλικό πολτό. Εάν σε εκείνη τη χρονική στιγµή δεν υπάρχει επάρκεια γύρης οι υποφαρυγγικοί αδένες δεν θα αναπτυχθούν επαρκώς και η παραγόµενη ποσότητα βασιλικού πολτού δεν θα µπορέσει να καλύψει τις ανάγκες της βασίλισσας, αλλά και των εκτρεφόµενων προνυµφών. Έτσι η βασίλισσα υποσιτιζόµενη θα µειώνει την ωοτοκία της, ενώ οι εκτρεφόµενες προνύµφες θα εξελιχθούν σε «ασθενικές» και σύντοµης ζωής ακµαίες µέλισσες.

Όσον αφορά όµως στη γύρη, ως τροφή των µελισσών, σηµασία δεν έχει µόνο η επάρκεια (ποσότητα), αλλά και η ποιότητα. Και η ποιότητα της γύρης καθορίζεται από την περιεκτικότητά της σε πρωτεΐνη, αλλά και τις ποσότητες συγκεκριµένων αµινοξέων.  Η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη των γύρεων ποικίλλει από 10% έως 36%. Η γύρη κάποιων φυτών περιέχει πρωτεϊ'νη ανεπαρκή σε ορισµένα αµινοξέα που είναι κρίσιµα για την σωστή ανάπτυξη των µελισσών. Όλα τα αµινοξέα που απαριθµούνται στον παρακάτω πίνακα, εκτός από τη θρεονίνη, είναι κρίσιµα για την κανονική ανάπτυξη των ενήλικων µελισσών.

Με εξαίρεση την ιστιδίνη και την αργινίνη, τα άλλα αµινοξέα δεν µπορούν να συντεθούν από τις µέλισσες και πρέπει να ληφθούν µέσω της κατανάλωσης γύρης.  
Η ανάγκη για πρωτεΐνη µειώνεται όταν οι ακµαίες µέλισσες σταµατούν να εκτρέφουν γόνο, να είναι παραµάνες (µεταξύ της 10ης και 14ης ηµέρας της ενήλικης ζωής τους). Στη συνέχεια, το κύριο στοιχείο της διατροφής τους γίνονται οι υδατάνθρακες.


 Αµινοξύ

Average % in pollen (crude protein, 26.3%)

Arginine (αργινίνη) 5.3
Histidine (ιστιδίνη) 2.5
Isoleucine (ισολευκίνη) 5.1
Leucine (λευκίνη) 7.1
Lysine (λυσίνη) 6.4
Methionine (µεθειονίνη) 1.9
 Phenyalalamine (φαινυλαναµίνη) 4.1
Threomine (θρεονίνη) 4.1
Trypotophane (θρυπτοφάνη) 1.4
Valine (βαλίνη) 5.8

Υδατάνθρακες

Το νέκταρ ή το µελίτωµα είναι η σηµαντικότερη πηγή υδατανθράκων στη φυσική διατροφή των µελισσών.  Μπορεί να περιέχει διαλυτά στερεά από 5 έως 75 τοις εκατό (σάκχαρα) αν και συνήθως η περιεκτικότητά τους κυµαίνεται µεταξύ 25% και 40%. Τα βασικά σάκχαρα που περιέχονται είναι σακχαρόζη, γλυκόζη, και φρουκτόζη. Άλλα σάκχαρα που περιέχονται στο νέκταρ ή το µελίτωµα είναι η µαλτόζη, τρεαλόζη, µελεσιτόζη, ενώ σάκχαρα τα οποία βρίσκονται σε µικρότερες συγκεντρώσεις είναι η µαλτόζη, ραµινόζη, ξυλόζη, γαλακτόζη, αραβινόζη και λακτόζη.

 Τα τελευταία η µέλισσα δεν µπορεί να τα χρησιµοποιήσει, ενώ σε συγκεκριµένες συγκεντρώσεις µπορεί να προκαλέσουν και δηλητηρίαση στις µέλισσες Οι υδατάνθρακες δίνουν την απαραίτητη ενέργεια στις µέλισσες για να πετάξουν, να συλλέξουν, να κρατήσουν σταθερή τη θερµοκρασία στη γονοφωλιά, να χτίσουν κ.α.  Ένα κανονικής ανάπτυξης µελίσσι υπολογίζεται ότι χρειάζεται για ένα έτος περίπου 130-220 κιλά νέκταρος ήτοι 32-55 κιλά µελιού  

Λιπίδια 

Οι πληροφορίες για τη ανάγκη για λιπίδια (λιπαρά οξέα, στερόλες, και φωσφολιπίδια) των µελισσών είναι αποσπασµατικές. Γενικά, τα λιπίδια χρησιµοποιούνται για τη παραγωγή ενέργειας και για τη λειτουργία των κυψελοειδών µεµβρανών των εντόµων. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες οι ανάγκες ενός µελισσιού σε λιπίδια καλύπτονται από την συλλεγόµενη γύρη.  Η περιεκτικότητα της γύρης σε λιπίδια παίζει σηµαντικότατο ρόλο στη ελκυστικότητά της για τις µέλισσες και µάλιστα τα κριτήρια δεν είναι ποσοτικά (συνολική περιεκτικότητα) αλλά ποιοτικά (συγκέντρωση συγκεκριµένων λιπαρών ενώσεων).Έτσι συγκεκριµένα λιπαρά οξέα, όπως το λινολεϊκό και ωλενικό οξύ, ενώ έχουν θετική επίδραση στην εκτροφή του γόνου, οδηγούν στη µείωσή του όταν η συγκέντρωσή τους υπερβεί µία συγκεκριµένη ποσότητα, 6% και 2% αντίστοιχα.

Γενικά έχει παρατηρηθεί ότι γύρης µ ε υψηλά ποσοστό σε λιπίδια είναι πιο ελκυστικές στις συλλέκτριες µέλισσες. Εκτός από τη διατροφική αξία της γύρης για τις ακµαίες µέλισσες, η συλλογή της αποτελεί προϋπόθεση για τις παραµάνες µέλισσες για την εκτροφή του γόνου, ενώ πιθανολογείται και η απολυµαντική της δράση στην κοινωνία. Έρευνες έχουν αποδείξεις την ανασταλτική δράση που έχουν συγκεκριµένα λιπαρά οξέα, που υπάρχουν στη γύρη, όπως το λινολεϊκό οξύ, στην ανάπτυξη των βακτηρίων Melissococcus pluton και  Paenibacillus larvae, υπεύθυνους παράγοντες για την Ευρωπαϊκή και Αµερικάνικη Σηψηγονία αντίστοιχα.

Βιταµίνες 

Πηγή βιταµινών για τις µέλισσες είναι κυρίως η γύρη αλλά και το µέλι. Φαίνεται ότι η επάρκεια σε βιταµίνες της τροφής δεν επηρεάζει τη διάρκεια ζωής των ενήλικων µελισσών αλλά είναι κρίσιµη για την εξέλιξη του γόνου. Ετσι οι µέλισσες που έχουν ιδιαίτερη ανάγκη σε βιταµίνες είναι οι παραµάνες µέλισσες, οι οποίες παράγουν το βασιλικό πολτό και τρέφουν και τη βασίλισσα και τις προνύµφες.
Τέσσερεις βιταµίνες του συµπλέγµατος Β, παντοθενικό, θειαµίνη, ριβαφλαβίνη και πυριδοξίνη, και οι βιταµίνες Α και Κ σχετίζονται άµεσα µ ε την ανάπτυξη των υποφαρυγγικών αδένων και την εκτροφή του γόνου. Επίσης το γιβεριλικό οξύ και η ινοσιτόλη επηρεάζει την εξέλιξη της αναπτυσσόµενης µέλισσας.
Υπάρχουν στοιχεία ότι η µέλισσα έχει τη δυνατότητα να παράγει κάποιες βιταµίνες, όπως το παντοθενικό οξύ, µέσω των µικροοργανισµών που διαβιούν στον εντερικό σωλήνα.  

Ιχνοστοιχεία 

Λίγα είναι γνωστά για τις ανάγκες των µελισσών σε ιχνοστοιχεία. Γενικά το κάλιο, ο φώσφορος και το µαγνήσιο, θεωρούνται απαραίτητα στοιχεία ζωής για τα έντοµα, ενώ υψηλά επίπεδα ασβεστίου, νατρίου και χλωριούχου νατρίου δείχνουν τοξική επίδραση στις µέλισσες. Πηγή ιχνοστοιχείων στη διατροφή της µέλισσας είναι η γύρη. Κάλιο, µαγνήσιο, µαγγάνιο, χαλκός, σίδηρος, ψευδάργυρος, νικέλιο, σελίνιο, είναι µερικά από τα ιχνοστοιχεία που έχουν βρεθεί στη γύρη. Συνήθως η γύρη αποφέρει 2-4% στάχτη ή 1-7% ιχνοστοιχεία.  Μέλισσες οι τροφοδοτήθηκαν µ ε τροφή που περιείχε διάφορες συγκεντρώσεις ιχνοστοιχείων έδειξαν καλύτερη εκτροφή γόνου όταν το επίπεδο των ιχνοστοιχείων ήταν 0,5-1%

 Νερό

 Το νερό συλλέγεται από τις µέλισσες και χρησιµοποιείται για τις δικές τους ανάγκες (επιβίωση), για την αραίωση του µελιού ή οποιασδήποτε τροφής τοποθετεί ο µελισσοκόµος στη κυψέλη, για την Παρασκευή της τροφής που δίνεται στις προνύµφες ηλικίας µεγαλύτερης των 3 ηµερών και για την διατήρηση της θερµοκρασίας της γονοφωλιάς.    
 Σε ένα µελίσσι η εισροή νέκταρος αποτελεί ερέθισµα, ικανή και αναγκαία συνθήκη, για την ωοτοκία της βασίλισσας, ενώ η συλλογή γύρης αποτελεί το αναγκαίο ερέθισµα για τις παραµάνες µέλισσες, για να εκθρέψουν αυτό τον γόνο.

Άρα είναι απαραίτητη η παρουσία και των δύο αυτών στοιχείων για την επιβίωση µιας κοινωνίας µελισσών.  Συνήθως η µέλισσα δεν αντιµετωπίζει πρόβληµα στο να συλλέξει τις απαραίτητες ποσότητες αυτών των στοιχείων. Στο πλαίσιο όµως της επαγγελµατικής µελισσοκοµίας, ή σε χρονιές µε κακές κλιµατολογικές συνθήκες, µπορεί να δηµιουργηθούν ανάγκες, που οι µέλισσες δεν µπορούν να καλύψουν. Στην περίπτωση αυτή ο µελισσοκόµος επεµβαίνει και τροφοδοτεί τα µελίσσια του.

Η τροφοδότηση των µελισσιών µπορεί να γίνει στις παρακάτω περιπτώσεις :

 I. όταν δεν υπάρχουν αρκετά αποθέµατα για το ξεχειµώνιασµα 
II. ή την συντήρησή του σε εποχές ξηρικές χωρίς ανθοφορίες, µε αποτέλεσµα να περιορίζεται η εκτροφή του γόνου
 III.ως διέγερση της ωοτοκίας της βασίλισσας και τη γρήγορη παραγωγή γόνου
 IV.όταν γίνεται βασιλοτροφία ή εισαγωγής νέας βασίλισσας
 V. όταν κάνουµε συνένωση µελισσιών ή τεχνητό αφεσµό 
VI.όταν το µελίσσι χάσει µεγάλο αριθµό συλλεκτριών µελισσών από εντοµοκτόνα ή άλλες αιτίες
VII.και παλαιότερα ως µέσο χηµειοθεραπείας για την αντιµετώπιση ασθενειών

Ι. - ΙΙ  Τροφοδότηση για την εξασφάλιση αποθεµάτων τροφών ή τη συντήρηση των µελισσιών 

Πότε εφαρµόζεται :
⇒ Εφαρµόζεται αργά το φθινόπωρο για να συµπληρωθούν τα αποθέµατα τροφών µε τα οποία το µελίσσι να βοηθηθεί στην πρώτη ανάπτυξή του.
 ⇒ Επίσης εφαρµόζεται κατά χρονιές τον Μάιο ή Αύγουστο, συνήθως σε περιοχές νησιωτικές για να βοηθήσει το µελίσσι να ανταπεξέλθει τον «νεκρό» Μάιο ή µετά τον τρύγο του θυµαριού και µέχρι την έναρξη των φθινοπωρινών ανθοφοριών 

Πώς εφαρµόζεται :
  Η τροφοδότηση για αποθέµατα αναφέρεται συνήθως σε πηγή υδατανθράκων, σακχάρων. Συνήθης πρακτική των µελισσοκόµων στο παρελθόν ήταν η τροφοδότηση των µελισσιών µ ε σιρόπι. Η πρακτική αυτή έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί κι αυτό είναι καλό και κακό. Καλό γιατί το σιρόπι που δίνεται αργά το φθινόπωρο δηµιουργεί προβλήµατα στο καλό ξεχειµώνιασµα, δεν προλαβαίνει να συµπυκνωθεί αρκετά, δηµιουργεί υγρασία στη φωλιά, µπορεί να ξυνίσει και να προκαλέσει δυσεντερία στις µέλισσες. Μελίσσια που ξεχειµωνιάζουν αποκλειστικά µε σιρόπι, φτάνουν της άνοιξη κουρασµένα, ταλαιπωρηµένα και τις περισσότερες φορές µε υψηλούς πληθυσµούς σπορίων νοσεµίασης στο   έντερό τους.

 Είναι όµως «κακό» από την άλλη γιατί το σιρόπι αντικαταστάθηκε, στην εποχή της «ελάχιστης» προσπάθειας που ζούµε µε τις τροφές εµπορίου (βλ. παρακάτω). Στο παρόν άρθρο ως καλύτερη τροφή για το χειµώνα θεωρείται και συστήνεται το ζαχαροζύµαρο που παρασκευάζεται από τον ίδιο τον µελισσοκόµο.  Όπως επίσης ζαχαροζύµαρο συστήνεται και για την συντήρηση των µελισσιών σε περιόδους ξηρασίας και έλλειψης ανθοφοριών. Ιδιαίτερα σ’ αυτή την περίπτωση η χρησιµοποίηση σιροπιού ή τροφών του εµπορίου εύκολα µπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή «νοθευµένου» µελιού, αφού αυτά αποθηκεύονται αµέσως από τις µέλισσες και στη συνέχεια ανακατεύονται µε το µέλι, που οι µέλισσες συλλέγουν.

Προετοιµασία ζαχαροζύµαρου :

 Το ζαχαροζύµαρο παρασκευάζεται µ ε µέλι και κρυσταλλική ζάχαρη, η οποία έχει αλεστεί και έχει µετατραπεί σε άχνη. Το µέλι θερµαίνεται και τοποθετείται λίγο - λίγο στην ζάχαρη άχνη, ενώ ταυτόχρονα το µίγµα ζυµώνεται. Συνήθως η αναλογία ζάχαρης και µελιού είναι 3:1 ή 4:1 ανάλογα από το εάν το µέλι είναι ανθόµελο ή µέλι µελιτώµατος και από το πόσο καλά θα θερµανθεί. Προστίθεται µέλι ή ζάχαρη ανάλογα, ώστε το τελικό προϊόν αφ΄ενός να µην κολλά στα δάχτυλα αφ’ ετέρου να είναι το δυνατό περισσότερο σκληρό.. 

Προφυλάξεις :
⇒ δεν χρησιµοποιείται ζάχαρη άχνη του εµπορίου, γιατί περιέχει υψηλό ποσοστό αµύλου, το οποίο είναι τοξικό για τις µέλισσες
⇒ το ζαχαροζύµαρο παρασκευάζεται µ ε µέλι και ζάχαρη άχνη. ∆εν συνίσταται η αντικατάσταση του µελιού µε γλυκόζη εµπορίου, η οποία περιέχει υψηλό ποσοστό δεξτρινών, οι οποίες είναι άπεπτες από τις µέλισσες
⇒ η προσθήκη νερού, κατά την παρασκευή του ζαχαροζύµαρου, θα οδηγήσει στην κρυστάλλωσή του, ιδιαίτερα κατά τους χειµερινούς µήνες, οπότε οι µέλισσες δεν θα µπορούν να το εκµεταλλευτούν.

Πλεονεκτήµατα : 
♦ ∆εν προκαλεί λεηλασία
♦ ∆εν αποθηκεύεται στα κελιά και χρησιµοποιείται από τις µέλισσες όποτε και όσο αυτές το έχουν ανάγκη. 
♦ ∆εν χαλά, ούτε αλλοιώνεται
♦ Περιέχει και µέλι, ώστε να είναι πιο θρεπτική τροφή από τη ζάχαρη

Μειονεκτήµατα :
 Θα µπορούσαµε να αναφέρουµε ως µειονεκτήµατα της χρήσης του ζαχαροζύµαρου τα παρακάτω:
 ◊ Η χρησιµοποίηση µελιού στο ζαχαροζύµαρο ενέχει τον κίνδυνο διάδοσης ασθενειών. 
◊ Η ποσότητα του µελιού που παράγεται σε µερικές περιοχές της Ελλάδας είναι µικρή και πουλιέται ακριβά. Έτσι οικονοµικά δεν συµφέρει να χρησιµοποιηθεί για την παρασκευή ζαχαροζύµαρου

Όµως όσον αφορά στο πρώτο θεωρούµε δεδοµένο ότι σπόρια των ασθενειών, όπως νοζεµίασης ή αµερικάνικης σηψηγονίας, υπάρχουν σε όλα τα µελίσσια. Η διαφορά ανάµεσα σε υγιή και άρρωστα µελίσσια είναι ότι τα πρώτα ήταν δυνατά, µε καλή βασίλισσα και δυνατό ανοσοποιητικό σύστηµα και έτσι δεν επέτρεψαν στα σπόρια αυτά να πολλαπλασιαστούν και να προκαλέσουν ασθένεια. Στο βαθµό που η χρήση του ζαχαροζύµαρου σε αντίθεση µ ε άλλα είδη τροφοδότησης, βοηθά τα µελίσσια να παραµένουν δυνατά, βοηθά επίσης ώστε να µ ην δηµιουργούνται οι συνθήκες πολλαπλασιασµού των παθογόνων.

Όσον αφορά στο δεύτερο, µάλλον δικαιολογία είναι παρά µειονέκτηµα. Κι αυτό γιατί εύκολα µελισσοκόµοι σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, είτε µεµονωµένοι είτε καλύτερα µέσω των συνεταιρισµών τους, µπορούν να αγοράσουν µέλι σε φθηνή τιµή από άλλη περιοχή ή κάποιο µεγάλο συνεταιριστικό φορέα.  Τελευταία χρησιµοποιούνται από πολλούς µελισσοκόµους τροφές εµπορίου, για την τροφοδότηση των µελισσιών.

Στο παρόν σύγγραµµα δεν συνιστώνται, όπως αναφέρεται και παραπάνω, καθώς οι περισσότερες περιέχουν γλυκόζη ή κάποιο προϊόν της κατεργασίας της γλυκόζης, η οποία προέρχεται από την τεχνητή διάσπαση του αµύλου. Το άµυλο προέρχεται από καλαµπόκι και ως γνωστό των 90% των καλαµποκιών που καλλιεργούνται είναι µεταλλαγµένα. Επίσης επειδή ακριβώς προέρχεται από το άµυλο του καλαµποκιού περιέχει υψηλό ποσοστό δεξτρινών  και ίσως άλλων τοξικών για τη µέλισσα ουσιών. Επίσης οι τροφές αυτές θεωρούνται ιδιαίτερα «φτωχές» για τις µέλισσες.

 Όχι µόνο δεν προσφέρουν παρά µόνο γλυκόζη, αλλά και «φτωχαίνουν» τον οργανισµό των µελισσών, αφού για να χρησιµοποιηθούν απαιτούν ιχνοστοιχεία, που οι µέλισσες πρέπει να προσθέσουν, σε αντίθεση µε το µέλι που τα περιέχει. Τέλος ένα ακόµη σηµαντικό µειονέκτηµα αυτών των τροφών είναι ότι αποθηκεύονται, σε αντίθεση µ ε το ζαχαροζύµαρο. Έτσι όταν η τροφοδότηση γίνεται για τη συντήρηση του µελισσιού σε περιόδους έλλειψης ανθοφορίας και αυτό αποθηκευτεί στα κελιά, αργότερα όταν οι µέλισσες συλλέξουν µ έλι, αυτό το µ έλι θα νοθευτεί από την αποθηκευµένη τροφή.

ΙΙΙ.  Τροφοδοσία µ ε στόχο τη διέγερση της ωοτοκίας της βασίλισσας κι τη γρήγορη ανάπτυξη του µελισσιού.

Πως λειτουργεί:
∆ηµιουργεί το «ψεύτικο» ερέθισµα στις µέλισσες ότι «έξω» υπάρχει νεκταροέκκριση. Ετσι οι συλλέκτριες βγαίνουν από τη κυψέλη ψάχνοντας για την τροφή. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναγκάζουµε τις µέλισσες να δουλέψουν έστω και σε περιορισµένες ανθοφορίες, αλλά κυρίως δραστηριοποιούµε όλο το σµήνος µ ε αποτέλεσµα η βασίλισσα να εντατικοποιεί τη γέννα της, µε την προσµονή της τροφής.

Πότε εφαρµόζεται :
 ♦ για τη διατήρηση του πληθυσµού των µελισσιών σε υψηλά επίπεδα. Εφαρµόζεται όταν διαπιστωθεί ότι έχει σταµατήσει η νεκταροέκκριση, γεγονός που οδηγεί στη µείωση της ωοτοκίας της βασίλισσας και στον περιορισµού του γόνου του µελισσιού.
 ♦ για την αύξηση του πληθυσµού των µελισσιών, µε σκοπό την εκµετάλλευση µιας κύριας ανθοφορίας. Εφαρµόζεται 40 περίπου ηµέρες πριν από τη ανθοφορία.
 ♦ για την ανανέωση του πληθυσµού των εργατριών µελισσών το φθινόπωρο, εποχή που φυσιολογικά µειώνεται η ωοτοκία της βασίλισσας. Εφαρµόζεται µετά τον τελευταίο τρύγο.

Πώς εφαρµόζεται:
 Τα µελίσσια τροφοδοτούνται καθηµερινά µε 1/4 του λίτρου σιρόπι (1:1) για 10 περίπου συνεχείς ηµέρες. Μεγαλύτερη ποσότητα σιροπιού ελάχιστα προσφέρει στη δηµιουργία του ερεθίσµατος για εκτροφή του γόνου, σε µερικές µάλιστα περιπτώσεις, συµβάλλει αρνητικά, καθώς οι µέλισσες αποθηκεύουν την τροφή,  ‘µπλοκάροντας’ τον διαθέσιµο χώρο για την ωοτοκία της βασίλισσας.
 Ο πιο κατάλληλος τρόπος για να δοθεί το σιρόπι στο µελίσσι και να καταναλωθεί αµέσως, είναι η πλαστική σακούλα.
 Η σακούλα τοποθετείται επάνω στους κηρηθροφορείς, αφού ανοιχθούν σ’ αυτή µερικές τρύπες µε καρφίτσα, ώστε οι µέλισσες να παίρνουν σιγά-σιγά την τροφή. Το σιρόπι µπορεί να αντικατασταθεί µε ζαχαροζύµαρο, όχι όµως µε την ίδια επιτυχία.

Απαραίτητες προϋποθέσεις για τη επιτυχία της διεγερτικής τροφοδοσίας είναι:
 ◊ Η παρουσία γύρης ή υποκαταστάτου γύρης. Χωρίς τη γύρη η βασίλισσα ωοτοκεί, αλλά οι µέλισσες δεν εκτρέφουν τον γόνο
◊ Η παρουσία καλοχτισµένων κηρηθρών µε άδεια και καθαρά κελιά κοντά στη γονοφωλιά.
◊ Μικρής ηλικίας και καλής ποιότητας βασίλισσα.
◊ ∆υνατά µελίσσια. Μολονότι τα µικρά µελίσσια συγκριτικά µε τα µεγάλα εκτρέφουν γόνο για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα, εντούτοις τα πρώτα έχουν περιορισµένες δυνατότητες. Όσο ευνοϊκοί και αν είναι οι παράγοντες της διεγερτικής τροφοδοσίας, τα µικρά µελίσσια δεν καταφέρνουν να δηµιουργήσουν µεγάλους πληθυσµούς. Γι' αυτό είναι προτιµότερο πρώτα να συνενώνονται µ' άλλα και µετά να τροφοδοτούνται διεγερτικά.

Πρόσφατες πληροφορίες σχετικά µε τη διεγερτική τροφοδότηση : 
⇒ η ωοτοκία της βασίλισσας δεν διεγείρεται όταν το µελίσσι τροφοδοτείται µε 2-3 κιλά σιρόπι την ηµέρα
⇒ το πυκνό σιρόπι (65%) διεγείρει περισσότερο την ωοτοκία της βασίλισσας, σε σύγκριση µε το αραιό σιρόπι (30%)
⇒ η εντατική εκτροφή γόνου µειώνει τη διάρκεια ζωής των εργατριών µελισσών, µε αποτέλεσµα να τις καθιστά λιγότερο παραγωγικές
⇒ η χρονική διάρκεια εφαρµογής της διεγερτικής τροφοδότησης δεν είναι ευθέως ανάλογη µε τον αριθµό των µελισσών που θα ολοκληρώσουν της εξέλιξή τους, στο συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα. Κι αυτό γιατί κάθε συγκεκριµένο µελίσσι µπορεί να εκθρέψει συγκεκριµένο αριθµό προνυµφών, αριθµός των οποίων δεν µπορεί να ξεπεραστεί.
⇒ Το χρονικό διάστηµα της εφαρµογής της διεγερτικής τροφοδοσίας δεν πρέπει να ξεπερνά τις 10 συνεχείς ηµέρες. Αφ΄ενός γιατί είναι κουραστικό και χρονοβόρο, αφ’ ετέρου γιατί οι µέλισσες παύουν να αντιδρούν θετικά στο «ψεύτικο» ερέθισµα που τους δηµιουργούµε

Πλεονεκτήµατα : 
Η σωστή εφαρµογή της διεγερτικής τροφοδοσίας εξασφαλίζει στα µελίσσια περισσότερο γόνο και µεγαλύτερους πληθυσµούς. 

Μειονεκτήµατα :
  Είναι κοπιαστική εργασία, ιδιαίτερα όταν εφαρµόζεται σε µεγάλο αριθµό µελισσιών. Όµως εδώ µπορεί να λειτουργήσει η περίπτωση της «αποθήκης». Ο µελισσοκόµος δηλαδή να κάνει διεγερτική τροφοδοσία σε ένα αριθµό µελισσιών και στη συνέχεια να ενισχύσει και τα υπόλοιπα µελίσσια µε πλαίσια µε εκκολαπτόµενο γόνο. Αυτές οι νέες µέλισσες να αλλάξουν την αναλογία πληθυσµού/γόνο στα συγκεκριµένα µελίσσια δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στις βασίλισσές τους να αυξήσουν τον ρυθµό ωοτοκίας.

Προφυλάξεις : 
⇒  Η διεγερτική τροφοδοσία δεν πρέπει να γίνεται µε ακατάλληλο καιρό, γιατί οι µέλισσες δραστηριοποιούνται, πετούν για να συλλέξουν τροφές και χάνονται. ⇒
 Όταν οι θερµοκρασίες που επικρατούν είναι χαµηλές η διεγερτική τροφοδοσία πρέπει να αποφεύγεται, γιατί έτσι επεκτείνεται ο γόνος και οι µέλισσες αδυνατούν να διατηρήσουν την απαραίτητη για την επιβίωση του θερµοκρασία στη γονοφωλιά (34°-35° C ). Εκτός φυσικά από τη περίπτωση που ο µελισσοκόµος θέλει να εκµεταλλευτεί µία πρώιµη ανθοφορία, οπότε το κάνει γνωρίζοντας τον κίνδυνο και ελέγχοντας τα αποθέµατα τροφών των συγκεκριµένων µελισσιών

IV. όταν γίνεται βασιλοτροφία ή εισαγωγή νέας βασίλισσας.

 Στις παραπάνω περιπτώσεις η τροφοδότηση των µελισσών δεν θεωρείται απαραίτητη. Βοηθά όµως ώστε η επιτυχία των χειρισµών αυτών να είναι µεγαλύτερη. Το µέσο τροφοδότησης που χρησιµοποιείται είναι το σιρόπι, σε αναλογία 1:1.  Χρειάζεται προσοχή κι σ’ αυτή την περίπτωση ώστε η ποσότητα του σιροπιού να είναι τόση σε ποσότητα (300-400 ml) ώστε να προκαλέσει στις µέλισσες το ερέθισµα ότι υπάρχει νεκταροέκκριση.
Οι µέλισσες όταν δέχονται µεγάλη ποσότητα σιροπιού, τότε το αποθηκεύουν ως απόθεµα, ενώ αδρανούν όσον αφορά στις εργασίες που θέλουµε να κάνουν, π.χ. εκτροφή βασιλικών κελιών. Γενικά πρέπει να έχουµε υπ’ όψιν µας ότι κατά την παραγωγή βασιλισσών ή βασιλικού πολτού, χρειάζεται µία «ήπια» ανφοθορία που να δίνει νέκταρ και γύρη. Εάν αυτή δεν υπάρχει τότε πρέπει ο µελισσοκόµος να δηµιουργήσεις στις µέλισσες την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει, µε µικρή ποσότητα σιροπιού και γύρης.

V.  όταν κάνουµε συνένωση µελισσιών ή τεχνητό αφεσµό. 

Επίσης στις παραπάνω περιπτώσεις χρησιµοποιείται συνήθως σιρόπι. Ιδιαίτερα στη συνένωση, µία τροφοδότηση µ ε µικρή επίσης ποσότητα σιροπιού θα βοηθήσεις τις µέλισσες ώστε χωρίς επιθετικότητα να ανταλλάξουν τις «µυρωδιές» τους.  Στη δεύτερη περίπτωση καθώς οι µέλισσες του τεχνητού αφεσµού ή παραφυάδας είναι στην πλειοψηφία τους µικρής ηλικίας, η τροφοδότηση είναι ζωτικής σηµασίας. Επειδή όµως εδώ αντιµετωπίζουµε και το πρόβληµα της ενδεχόµενης λεηλασίας των µικρών σε δυναµικότητα µελισσιών, συνίσταται η χρήση ζαχαροζύµαρου, φτιαγµένο φυσικά από τον µελισσοκόµο, όπως περιγράφεται παραπάνω. Το ζαχαροζύµαρο σ’ αυτή την περίπτωση έχει τα εξής πλεονεκτήµατα:
♦ ∆εν µυρίζει έντονα, οπότε δεν προκαλεί λεηλασία
♦ ∆ιαρκεί περισσότερο, οπότε δεν χρειάζεται αυτά τα µελίσσια να ενοχλούνται συχνά
♦ Είναι πιο θρεπτική τροφή για της µικρής ηλικίας µέλισσες που καλούνται να παράξουν βασιλικό πολτό για να ταΐσουν την καινούργια βασίλισσα

VI. όταν το µελίσσι χάσει µεγάλο αριθµό συλλεκτριών µελισσών από εντοµοκτόνα ή άλλες αιτίες

Και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να έχουµε υπ’ όψιν µας ότι η πλειοψηφία των µελισσών που έχει αποµείνει είναι µικρής ηλικίας, οικιακές. Γι’ αυτό καλύτερο µέσο τροφοδότησης, για τους ίδιους όπως παραπάνω αναφέρονται λόγους, είναι το ζαχαροζύµαρο.

Τροφοδότηση µε γύρη

Στην αρχή του κεφαλαίου αναφέρονται τα θρεπτικά συστατικά τα οποία είναι απαραίτητα για την ευζωϊα της µέλισσας και κατ’ επέκταση του µελισσιού. Εάν εξαιρέσουµε τους υδατάνθρακες (σάκχαρα), πηγή για όλα τα υπόλοιπα, σχεδόν αποκλειστικά είναι η γύρη. Είναι εύκολο λοιπόν να αντιληφθεί κάποιος την σπουδαιότητα της επάρκειας αλλά και της ποιότητας της γύρης που πρέπει ένα µελίσσι να έχει στη διάθεσή του.  Είναι επίσης σηµαντικό να αντιληφθούν οι µελισσοκόµοι ότι πλέον η ικανοποίηση των αναγκών των µελισσών σε γύρη δεν είναι δεδοµένη.  
Ακολουθώντας τις κλιµατικές αλλαγές τα φυτά περιορίζουν συνήθως τη διάρκεια της ανθοφορίας τους όπως και την ποσότητα της παραγόµενης γύρης. Πέρα από τον χρόνο η παρατεταµένη ξηρασία και  υποσιτισµός των φυτών επηρεάζει και τη θρεπτική αξία της παραγόµενης γύρης. Έτσι φυτά τα οποία παρήγαγαν γύρη υψηλής θρεπτικής αξίας για τις µέλισσες, πχ ο ευκάλυπτος, µπορεί σε χρονιές ξηρικές η γύρη αφ’ ενός να µην µπορεί να καλύψει τις ανάγκες των µελισσών, αφ’ ετέρου να γίνει και τοξική για τον γόνο ή και τις ενήλικες µέλισσες. Εάν προσπαθήσουµε να παρακολουθήσουµε τώρα την επίδραση που έχει για ένα µελίσσι η συλλογή «φτωχής» γύρης, θα δούµε ότι ακολουθεί τη λογική του «ντόµινο»:

Συλλογή «φτωχής» σε θρεπτική αξία γύρης ευκαλύπτου τον Ιούνιο

Ενήλικες µέλισσες µικρής ηλικίας – παραµάνες υποσιτισµένες
 Μειωµένη ανάπτυξη και λειτουργία υποφαρυγγικών αδένων
 Μειωµένη ανάπτυξη και λειτουργία υποφαρυγγικών αδένων                 
 Ελλιπής τροφοδότηση της βασίλισσας µε βασιλικό πολτό
Ελλιπής τροφοδότηση των νεαρών προνυµφών  Μείωση ωοτοκίας
 Περιορισµένη βιωσιµότητα προνυµφών
 Εκκόλαψη νεαρών µελισσών ευπαθών σε προσβολής παθογόνων και µε µικρή διάρκεια ζωής   Εκκόλαψη νεαρών µελισσών ευπαθών σε προσβολές παθογόνων και µε µικρή διάρκεια ζωής            
Μείωση της δυναµικότητα του µελισσιών, αδυναµία εκµετάλλευσης φθινοπωρινών ανθοφοριών ή µελιτοφοριών

Γίνεται εµφανές λοιπόν ότι η έλλειψη γύρης δεν επηρεάζει µόνο τη γενιά µελισσών όπου προκύπτει αλλά και τις µελλοντικές γενιές, ενώ καθιστά το µελίσσι ευαίσθητο στην ανάπτυξη όλων των γνωστών παθογόνων, όπως της νοσεµίασης ή της αµερικάνικης σηψηγονίας. Οι µελισσοκόµοι εποµένως πρέπει να προσθέσουν στους συνήθεις µελισσοκοµικούς χειρισµούς αφ’ ενός τη συλλογή γύρης, αφ’ ετέρου την τροφοδότηση των µελισσιών µε γύρη.

Η συλλογή γύρης γίνεται όπως είναι γνωστό µε τις γυρεοπαγίδες. Η γύρη αυτή κατ’ αρχήν καθαρίζεται από σκουπίδια και ξένα σώµατα και στη συνέχεια ξηραίνεται. Η ξήρανση µπορεί να γίνει ή µε ρεύµα αέρα θερµοκρασίας όχι µεγαλύτερης των 40°C ή παθητικά σε σκιαζόµενο καθαρό µέρος. Η ξερή γύρη θα διατηρηθεί σε βάζα ή σακουλάκια στο ψυγείο, µέχρι τη χρησιµοποίησή της. 
Επίσης γύρη µπορεί να συλλεχθεί και σε πλαίσια. Μάλιστα η παρουσία πολλών πλαισίων γεµάτων µε γύρη στα µελίσσια την άνοιξη, αποτελεί ένδειξη κακής διαχείρισης του µελισσοκόµου. Γιατί:

Το µελίσσι έχει την τάση να συλλέγει µεγάλες ποσότητες γύρης στο µέρος εκείνο της φωλιάς που δεν γίνεται αντιληπτή η παρουσία (µυρωδιά) της βασίλισσας. Εάν ο µελισσοκόµος νωρίς της άνοιξη τοποθετήσει πρώιµα 2ο πάτωµα σε µελίσσι, τότε αυτό θα εγκαταλείψει τη γονοφωλιά και θα εγκατασταθεί εκεί.
 Τα άδεια τότε πλαίσια της γονοφωλιάς θα γεµίσουν µε γύρη. Αυτή η γύρη εάν µείνει στο µελίσσι θα «χαλάσει» µακριά από τον γόνο και οι µέλισσες θα την καλύψουν µ ε µέλι. Γι’ αυτό και την βλέπουµε να γυαλίζει, σε αντίθεση µ ε την νωπή γύρη που έχει µατ εµφάνιση.  Αυτό το λάθος του ενός µελισσοκόµου µπορεί ένα άλλος να το κάνει εσκεµµένα, όπως παρουσιάζεται στο παραπάνω σχέδιο ( Α κι Β περίπτωση).
Φαίνεται δηλαδή πως ο µελισσοκόµος κάνει ουσιαστικά το ίδιο εγκλωβίζοντας τη βασίλισσα σ΄ένα πάτωµα µε βασιλικό διάφραγµα.  Τα πλαίσια αυτά δεν πρέπει να µείνουν στα µελίσσια. Ο µελισσοκόµος µπορεί να τα συντηρήσει σε κοινή ψύξη (7°C ), έως να τα χρειαστεί ή µπορεί να τα µοιράσει σε άλλα µελίσσια ή παραφυάδες, που τα χρειάζονται.

♦ Γυρεόπιττα.
 Στην περίπτωση που η γύρη αναµιγνύεται µε ζάχαρη ή µε µέλι, σχηµατίζεται είδος ‘πίττας’, το οποίο τοποθετείται επάνω στους κηρηθροφορείς, σε επαφή µ ε τη γονοφωλιά. Υπάρχουν δύο τρόποι παρασκευής γυρεόπιττας :

⇒ 1ος τρόπος
6 κιλά γύρης αναµιγνύονται σε 1,3 λίτρα χλιαρού νερού (περίπου 40° C) για 15-30 λεπτά µ ε 6 κιλά ζάχαρη . Η γυρεόπιττα που σχηµατίζεται µε τον τρόπο αυτό δε ξηραίνεται και δε µουχλιάζει, έστω και αν παραµείνει για κάποιο χρονικό διάστηµα.  Η προσθήκη στο µ ίγµα 50-100 γραµ. κυτταρίνης κάνει περισσότερο συµπαγή τη γυρεόπιττα, µπορεί να χρησιµοποιηθεί άφοβα, καθώς αποτελεί ένα από τα συστατικά της γύρης, αλλά δεν βελτιώνει τη θρεπτική της αξία.
  
⇒ 2ος τρόπος 
6 κιλά γύρης και 6 κιλά ζάχαρης αναµιγνύονται σε 0,5 λιτρα νερού για 30-60 λεπτά. Σε κάθε µελίσσι δίνονται 300 γραµ. γυρεόπιττας δύο φορές την εβδοµάδα.

♦ Υποκατάστατο γύρης.
 Απαραίτητα συστατικά για το υποκατάστατο είναι η γύρη, η ζάχαρη, µία συµπληρωµατική πρωτεϊνούχος τροφή, όπως το σογιάλευρο, και το νερό. Υποβοηθητικά συστατικά µπορεί να είναι το αποβουτυρωµένο γάλα, η ξηρή µαγιά µπύρας, η κυτταρίνη, το µέλι κ.α.
 Η γύρη είναι απαραίτητο στοιχείο του υποκατάστατου, καθώς αυτή θα δηµιουργήσει το ερέθισµα στις παραµάνες µέλισσες να εκθρέψουν τον γόνο. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να περιέχεται στο υποκατάστατο σε ποσοστό 8-10 %.
Η ζάχαρη θα καταστήσει το υποκατάστατο ελκυστικό στις µέλισσες, αυξάνοντας την κατανάλωσή του. Έτσι όσο περισσότερη ζάχαρη περιέχει ένα υποκατάστατο, τόσο πιο γρήγορα θα καταναλωθεί από τις µέλισσες.

Το σογιάλευρο θα συµπληρώσει το υποκατάστατο σε πρωτείνες, µε την προϋπόθεση ότι δεν θα περιέχει λίπος σε ποσοστό µεγαλύτερο του 7%.  Όταν η ποσότητα της πρωτεΐνης στο υποκατάστατο είναι µικρή (<10%), η  ωοτοκία της βασίλισσας και η εκτροφή του γόνου διαρκεί περιορισµένο χρόνο. Αντίθετα όταν το ποσοστό της πρωτεΐνης είναι υψηλό (>50%), γίνεται τοξική για τις µέλισσες, καθώς συγκεντρώνεται στο απευθυσµένο προκαλώντας δυσεντερία.  Η άριστη περιεκτικότητα πρωτεΐνης του υποκατάστατου έχει υπολογιστεί στο 23% . Επειδή όµως τα σογιάλευρα που διατίθενται στ εµπόριο έχουν διάφορες περιεκτικότητες σε πρωτείνη, χρησιµοποιείται ο παρακάτω τύπος για να υπολογιστεί η ποσότητα του σογιάλευρου, που θα πρέπει να χρησιµοποιηθεί στο υποκατάστατο :
                             
  Χ = Π x B            
             Τ
όπου  
∗ Χ, η ποσότητα σε γραµµ. του σογιάλευρου, που µπορεί να χρησιµοποιηθεί για να φτάσει η περιεκτικότητα του υποκατάστατου σε πρωτείνη στ 23%
∗ Π, η επιθυµητή περιεκτικότητα σε πρωτείνη, 23%
∗ Β, η συνολική ποσότητα, σε γραµ. του υποκατάστατου 
∗ Τ, η % περιεκτικότητα σε πρωτείνη του σογιάλευρου που χρησιµοποιείται 

Παράδειγµα : 
έστω ότι χρειαζόµαστε 10 κιλά υποκατάστατο µ ε περιεκτικότητα σε πρωτείνη 23%, ενώ έχουµε στη διάθεσή µας σογιάλευρο µε περιεκτικότητα σε πρωτείνη 40%.
  
Χ = (23) x 10.000 γραµ.  = 5.750 γραµ. σογιάλευρου                                      
                     (40)

Θα πρέπει λοιπόν να αναµείξουµε 5.750 γραµ. σογιάλευρο,  1000γραµ. γύρης (10% επί του συνολικού βάρους) και  3.250 γραµ. ζάχαρης (το υπόλοιπο)

 Παρασκευή του υποκατάστατου :  Η παρασκευή του υποκατάστατου γίνεται πάνω σε χαµηλή φωτιά. Στη αρχή προσθέτουµε λίγο νερό, ποσότητα ικανή να διαλύσει τη γύρη,
την οποία προσθέτουµε στο νερό, µόλις αυτό ζεσταθεί, ανακατώνοντας συνεχώς. Όταν η γύρη διαλυθεί προσθέτουµε τη ζάχαρη, χωρίς να σταµατούµε να ανακατώνουµε.
Τελευταίο προσθέτουµε το σογιάλευρο, το οποίο αφού ανακατευτεί καλά, αποµακρύνουµε το µίγµα από τη φωτιά. Το αφήνουµε να κρυώσει και το τοποθετούµε σε πλαστικές σακκούλες ή λαδόκολλα ανά 150-250 γραµ.

Προφυλάξεις :
   Καµιά τροφή δεν µπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τη γύρη στη διατροφή των µελισσών. Η χρησιµοποίηση του υποκατάστατου είναι συµβατικό µέτρο, που βοηθά το µελισσοκόµο να αντιµετωπίσει προσωρινά την απουσία της.  
♦ εάν το υποκατάστατο δίνεται στα µελίσσια σε εποχή που φυσιολογικά έχει σταµατήσει η ωοτοκία της βασίλισσας, θα προκαλέσει διέγερση στις µέλισσες, ώστε αυτές να συνεχίσουν να εκτρέφουν γόνο και να συλλέγουν τροφές. Εάν δεν υπάρχουν στην φύση διαθέσιµες τροφές, οι µέλισσες γίνονται αρχικά λεηλάτριες και αργότερα παύουν να αντιδρούν στους διάφορους ερεθισµούς του µελισσιού.
♦  Οι µέλισσες πετούν σε άσχηµο καιρό και χάνονται. Γι’ αυτό και το υποκατάστατο γύρης δεν πρέπει να δίνεται για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των 2 εβδοµάδων.
♦ Η τροφή πρέπει να τοποθετείται πάνω στους κηρηθροφορείς σε επαφή µε τη γονοφωλιά, γιατί όταν βρίσκεται µακριά από τον γόνο, οι µέλισσες δεν τη χρησιµοποιούν.
 ♦ Μελίσσια ορφανά ή µελίσσια που στερούνται γόνου δεν παίρνουν πρόθυµα το υποκατάστατο. Στα µελίσσια αυτά πρώτα τοποθετείται ένα ή περισσότερα πλαίσια ανοικτού γόνου και µετά δίνεται η πρωτεϊνική τροφή.

Πλεονεκτήµατα :
  ♦ Το υποκατάστατο γύρης εξασφαλίζει στις µέλισσες τις απαραίτητες πρωτεΐνες και τις διεγείρει ώστε να εκθρέψουν γόνο. 
♦ Το κόστος είναι χαµηλότερο συγκριτικά µ ε τροφές που περιέχουν αποκλειστικά γύρη.


Εξασφάλιση  νερού  στις  µέλισσες 

 Η εξασφάλιση νερού στις µέλισσες αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για µια επιτυχηµένη ανάπτυξη του µελισσιού και µία καλή παραγωγή. Η ωοτοκία της βασίλισσας και η επέκταση της γονοφωλιάς επηρεάζεται άµεσα από την επάρκεια νερού στην κυψέλη. Οι µέλισσες µπορούν για ένα διάστηµα να εκθρέψουν γόνο χωρίς να έχουν στη διάθεσή του γύρη, µετακινώντας πρωτείνες από άλλα σηµεία του σώµατός τους προς τους αδένες παραγωγής βασιλικού πολτού, δεν µπορούν όµως να εκθρέψουν γόνο χωρίς νερό.

Το νερό είναι απαραίτητο στις µέλισσες για : 
♦ τη ρύθµιση της θερµοκρασίας της φωλιάς
♦ την αραίωση του µελιού ή του πυκνού σιροπιού, που τους δίνεται ως τροφοδότηση, ώστε να παρασκευάσουν το µίγµα µε το οποίο ταίζουν τον γόνο
♦ να διαλύσουν την κρυσταλλική ζάχαρη ή το ζαχαρωµένο µέλι
♦ να διατηρήσουν τη σχετική υγρασία µέσα στ κελί στα επιθυµητά επίπεδα, ώστε να µπορέσει το ωό που ωοτοκεί η βασίλισσα να εκκολαφθεί και να µην αποξηρανθεί  
♦ να επιβιώσουν ως οργανισµοί, καθώς όπως και στον άνθρωπο το 60% του όγκου του σώµατός τους αποτελείται από νερό.

Συµπεριφορά των µελισσών κατά τη συλλογή νερού :
  Σε κάθε µελίσσι υπάρχει µία εξειδικευµένη οµάδα µελισσών, που ασχολείται αποκλειστικά µε τη συλλογή και µεταφορά νερού στην κυψέλη. Οι µέλισσες αυτές το 70% του νερού που συλλέγουν και µεταφέρουν στον πρόλοβό τους, σε οικιακές µέλισσες, οι οποίες µε τη σειρά τους παίζουν τον ρόλο των αποθηκών νερού.
Το υπόλοιπο νερό (30%) περνά στ κυρίως στοµάχι της ‘νεροκουβαλήτρας’ µέλισσας. Ένα µικρό µέρος χρησιµοποιείται και το υπόλοιπο αποβάλλεται µ ε τα περιττώµατα.  Όταν οι εργάτριες µέλισσες έχουν ανάγκη για νερό µπορούν να πετάξουν ακόµα και σε χαµηλότερες θερµοκρασίες, από εκείνες στις οποίες πετάνε για να συλλέξουν νέκταρ.
 Ιδιαίτερα κατά τους µήνες Μάρτιο - Μάιο, οπότε και αυξάνεται µε ταχείς ρυθµούς η γονοφωλιά και οι ανάγκες για νερό είναι µεγάλες, µπορούν να πετάξουν και σε θερµοκρασία 7°-10° C .  Οι µέλισσες συλλέγουν νερό θερµοκρασίας 18°-32° C , ενώ αγνοούν νερό θερµοκρασίας µεγαλύτερης των 36° C . Επίσης προτιµούν νερό µε αλάτι, όταν όµως η περιεκτικότητα του αλατιού στο νερό ξεπεράσει το 1%, τότε οι µέλισσες δεν το συλλέγουν.

Οι ανάγκες ενός µελισσιού σε νερό :
 Οι µέλισσες ενός µελισσιού συλλέγουν περίπου 0,5 του λίτρου νερό ανά ηµέρα. Σε ζεστές ηµέρες  η ποσότητα αυτή µπορεί να φτάσει τα 2 λίτρα, ενώ έχει υπολογιστεί ότι όταν επικρατεί καύσωνας ένα µελίσσι µπορεί να συλλέξει έως και 5 λίτρα νερού την ηµέρα.  Μία συλλέκτρια νερού κάνει 56 περίπου ταξίδια ανά ηµέρα, τα οποία µπορούν να γίνουν και 100, σε ηµέρες εντατικής συλλογής νερού. Το κάθε ταξίδι διαρκεί περίπου 3-10 λεπτά και το κάθε φορτίο αρκεί για 20 περίπου προνύµφες

Ποτίστρες νερού :
Το νερό µπορεί να δοθεί στις µέλισσες είτε απ’ ευθείας, µε τροφοδότες µέσα στην κυψέλη, είτε µε εξωτερικούς τροφοδότες.

Α. Εσωτερικοί τροφοδότες νερού : 
Η τοποθέτηση νερού µέσα στην κυψέλη βοηθά ιδιαίτερα κατά τις πολύ ζεστές ηµέρες, ώστε να µην µειωθεί ο ρυθµός ωοτοκίας της βασίλισσα, να διατηρηθεί ο πληθυσµός του µελισσιού και να αυξηθούν οι αποδόσεις του. Ιδιαίτερα απαραίτητο είναι το νερό µέσα στην κυψέλη, όταν τα µελίσσια µετακινούνται σε µεγάλες αποστάσεις, µε φορτηγά, πλοία κ.α. και πρόκειται να παραµείνουν κλειστά για πολλές ώρες, ή όταν πρέπει να παραµείνουν κλειστά λόγω αεροψεκασµών.  
Νερό µέσα στην κυψέλη µπορεί να τοποθετηθεί µε :
♦ άδειες κηρήθρες που γεµίζονται µ ε νερό και τοποθετούνται στις πλαϊνές θέσεις
♦ τροφοδότες εισόδου, ατµοσφαιρικής πίεσης τύπου  Boardman
♦ τροφοδότες οροφής, προσαρµοσµένοι στ εσωτερικό καπάκι, τύπου Miller
♦ τροφοδότης πλαίσιο, που τοποθετείται στις ακριανές θέσεις της κυψέλης
♦ σφουγγάρι εµποτισµένο µε νερό, που τοποθετείται στην κυψέλη από την είσοδο.

Β. Εξωτερικοί τροφοδότες νερού :
 Οι τροφοδότες αυτοί πρέπει να είναι φτηνής κατασκευής και να παράσχουν στις µέλισσες άφθονο, τρεχούµενο και ανανεούµενο νερό. Θα πρέπει να διαθέτουν ένα υλικό, το οποίο να κατακρατά νερό, ώστε να µπορούν από εκεί οι µέλισσες να ρουφούν νερό και να µην πνίγονται.  ∆οχεία ανοιχτά, που αφήνονται να γεµίσουν νερό από τη βροχή ή από τον µελισσοκόµο, αποτελούν µόνιµη πηγή µολύνσεων για τις µέλισσες, καθώς πέφτουν σ’ αυτές περιττώµατα µελισσών ή πουλιών και άλλες ακαθαρσίες, ενώ οφείλονται και για τον πνιγµό πολλών από αυτές.  
Οι µέλισσες συλλέγουν ευχάριστα νερό θερµοκρασίας 21°-27° C . Για το λόγο αυτό τροφοδότες νερού που τοποθετούνται στην ύπαιθρο, την άνοιξη πρέπει να τοποθετούνται σε µέρος που να λιάζονται, ενώ αντίθετα το καλοκαίρι θα πρέπει να σκιάζονται.  Ως εξωτερικοί τροφοδότες νερού θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν :
♦ συσκευή ορού, που χρησιµοποιείται στα νοσοκοµεία, η οποία προσαρµόζεται σε ένα δοχείο µε νερό ώστε να αφήνει λίγο-λίγο το νερό να ποτίζει ένα σφουγγάρι, ή άλλο υλικό που µπορεί να κατακρατά νερό. Οι µέλισσες ρουφούν νερό δεν πίνουν
♦ βαρέλι λαδιού µε βρύση. Το νερό θα πρέπει να κυλά από τη βρύση σε µια σχετικά µεγάλη επιφάνεια ξύλινη ή πέτρινη, ή µ ια σειρά κεραµίδια, ή βότσαλα κ.α.

Αποµάκρυνση µελισσών από µία πηγή νερού :

 Εάν ο µελισσοκόµος δεν φροντίσει να παράσχει στα µελίσσια του νερό, τότε οι µέλισσες θα αναγκαστούν να βρουν µόνες τους. Θα προτιµήσουν σ’ αυτή την περίπτωση την πιο κοντινή πηγή νερού, έστω εάν αυτή είναι η πισίνα κάποιου γειτονικού σπιτιού, ή η ποτίστρα του παρακείµενου στάβλου. Σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει οι µέλισσες να αποµακρυνθούν από αυτή την πηγή νερού, που έχουν ωστόσο συνηθίσει. 
Η µία λύση είναι να µεταφερθούν τα µελίσσια σε απόσταση τουλάχιστον 6 χιλιοµ. Μακριά από την θέση του µελισσοκοµείου, για 2 εβδοµάδες, έτσι ώστε να χάσουν την µνήµη τους.  Η άλλη λύση, και η πιο επικίνδυνη και µη συνιστώµενη, είναι να τοποθετηθούν στην πηγή νερού ουσίες που απωθούν τις µέλισσες, ενώ ταυτόχρονα να τους δοθεί µία άλλη πηγή νερού.
 Η ουσία που συνήθως χρησιµοποιείται ως απωθητικό των µελισσών είναι το καρβολικό οξύ. Το καρβολικό οξύ είναι κρυσταλλικό, διαλύεται σε ζεστό νερό σε αναλογία 20-50 γραµ. ανά 100 ml νερού.
 Η ποσότητα εξαρτάται από τη θερµοκρασία. Όσο υψηλότερη είναι η θερµοκρασία του περιβάλλοντος τόσο µικρότερη ποσότητα οξέος θα χρειαστεί να διαλυθεί. Το καρβολικό οξύ χρησιµοποιείται µόνο σε ιδιάζουσες περιπτώσεις καθώς είναι ιδιαίτερα τοξικό, ενώ έχει κατηγορηθεί και ως καρκινογόνο. 
Η τρίτη λύση είναι, στη νέα θέση που θέλουµε να προσελκύσουµε τις µέλισσες, να τοποθετήσουµε στην αρχή δισκάκι µε σιρόπι, και όταν συνηθίσουν οι µέλισσες να το επισκέπτονται, τότε να το αντικαταστήσουµε µε νερό.

Σηµείωση:
 
η τροφοδότηση των µελισσιών πρέπει να έχει ένα στόχο, αλλιώς γίνεται επικίνδυνη, για τον µελισσοκόµο και το µελίσσι και καταχρηστική. Στόχος λοιπόν της τροφοδότησης νωρίς το φθινόπωρο είναι η δηµιουργία γόνου, σε µελίσσια τα οποία αδυνάτισαν κατά τη καλοκαιρινή ανθοφορία. Εποµένως απαιτείται συνδυασµός νέκταρος – υδατανθράκων, ώστε η βασίλισσα να µπορέσει να ωοτοκήσει και γύρης – πρωτεΐνης, ώστε οι µέλισσες να µπορέσουν να εκθρέψουν αυτόν τον γόνο.
Ένα καλός συνδυασµός θα ήταν σιρόπι, όχι σε µεγάλες ποσότητες ώστε να αποθηκευτεί, αλλά µόνο για να διεγείρει το ένστικτο της συλλογής και γύρη ή υποκατάστατο γύρης. Εάν ο µελισσοκόµος είναι µακριά από τα µελίσσια του το σιρόπι θα µπορούσε να αντικατασταθεί µε ζαχαροζύµαρο ίδιας κατασκευής, κατασκευασµένο µε ζάχαρη κρυσταλλική αλεσµένη και µέλι.  Κατ’ αρχήν λοιπόν είναι λάθος να ανακατώνονται οι τροφές, οι υδατάνθρακες δηλαδή µ ε τις πρωτεΐνες και κατά δεύτερο θα πρέπει ιδιαίτερα να προβληµατισθούµε, ίσως και να πειραµατισθούµε, σε σχέση µε τις εµπορικές τροφές.
 Μήπως οι τροφές αυτές που παράγονται αποκλειστικά µέσω της κατεργασίας της ζάχαρης είναι πολύ φτωχές για τις µέλισσές µας. Μήπως τις µετατρέπουν σε νωθρές, ζώα υπό πάχυνση, άρα και ευαίσθητες σε πολλά παθογόνα, όπως βακτήρια και ιούς. Μήπως οι τροφές αυτές αποθηκεύονται και στην πορεία µεταφέρονται στο συλλεγόµενο µέλι, υποβαθµίζοντάς το και προκαλώντας ρίγη χαράς στον ΕΦΕΤ, που µπορεί επιτέλους να δείξει «έργο».
Μήπως ο τρόπος παραγωγής της «βανίλιας» παράγει ουσίες µέσα στην τροφή που κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες είναι τοξικές ή έστω προκαλούν δυσεντερία στις µέλισσες. Η φοβερή άνθιση της αγοράς των µελισσοτροφών έχει ιστορία µόλις 15 χρόνων. ∆εν  υπήρχε µελισσοκοµία πριν;

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΠΙ∆ΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΦΥΤΟΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΩΝ ΡΥΠΩΝ ΣΤΗ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ

  ∆ρ. Φανή Χατζήνα,
Βιολόγος--Αναπληρώτρια Ερευνήτρια, Ινστιτούτο Μελισσοκοµίας- ΕΘΙΑΓΕ

  
Ινστιτούτο Μελισσοκοµίας Χαλκιδικής (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.) 
Εργαστήριο Γεωργικής Ζωολογίας & Εντοµολογίας, Γ.Π.Α.
 Εργαστήριο Τοξικολογικού Ελέγχου Γεωργικών Φαρµάκων,
Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο 
Εργαστήριο Φυσιολογίας Ζώων, ΑΠΘ
 
Εισαγωγή
Το imidacloprid, ένα νέο-νικοτινοειδές εντοµοκτόνο, το οποίο εµφανίζεται µ ε διάφορα εµπορικά ονόµατα όπως Admire, Gaucho, Confidor και Premise έχει χρησιµοποιηθεί στην εργασία αυτή ως αντιπτοσωπευτική ουσία της οµάδας του. Το imidacloprid έχει χαµηλή τοξικότητα για τον άνθρωπο και είναι περισσότερο ασφαλές από πολλά οργανοφωσφορικά, ενώ αντιθέτως είναι ιδιαιτέρως τοξικό για πολλά µυζητικά έντοµα. Για αυτούς τους λόγους το imidacloprid είναι αρκετά διαδεδοµένο.

 Οι µέλισσες θεωρούνται ευαίσθητες στις τοξικές δράσεις του imidacloprid. Οι τρόποι µε τους οποίους οι ουσίες αυτές φτάνουν στις µέλισσες είναι ουσιαστικά τρεις: Ο κυριότερος µέσω της διατροφής των µελισσών µ ε γύρη και νέκταρ, ο δεύτερος µε τη σκόνη που δηµιουργείται κατά τη σπορά και ο τρίτος µέσω των εξωανθικών νεκταρίων που επισκέπτονται πολλές φορές οι µέλισσες. Συνήθως όµως οι µεγαλύτερες επιπτώσεις των νευροτοξικών αυτών ουσιών είναι οι δευτερογενείς επιδράσεις. Ποσότητα της ουσίας imidacloprid 0.07-1 νανογραµµάρια (δισεκατοµµυριοστά) ανά µέλισσα δηµιουργούν δυσµενείς δευτερογενείς επιδράσεις.

Η διάρκεια ζωής της µέλισσας δεν επηρεάζεται αλλά η ποιότητα ζωής της και επόµενα η παραγωγικότητά της είναι εµφανώς µειωµένη. Επιπλέον µελέτες Γάλλων ερευνητών (Suchail et al, 2001; Halm et al., 2006) επιβεβαιώνουν την επιβλαβή δράση του imidacloprid στην µέλισσα, είτε µέσω αυξηµένης θνησιµότητας είτε µέσω µεταβολών συµπεριφοράς. Στην Ελλάδα δεν είχαν γίνει αντίστοιχες µελέτες στη µελισσοκοµική πράξη, η ανησυχία των µελισσοκόµων ωστόσο ήταν έκδηλη (π.χ. ∆ιάβηµα από τον Μελισσοκοµικό Σύλλογο Ν. Πέλλας « ο Μέγας Αλέξανδρος», 06/05/2005; Μελισσοκοµικός Σύλλογος Πέλλας, Μελισσοκοµικό Βήµα Τεύχος 27, 2007. Τα ευρήµατα της µελέτης αυτής δυστυχώς επιβεβαιώνουν αυτά των άλλων συναδέλφων του εξωτερικού.
 
Η επίδραση της ρύπανσης της ατµόσφαιρας στις µέλισσες είναι κάτι νέο στην επιστηµονική έρευνα και την οικοτοξικολογία. Η επίδραση αυτή είναι δυνατόν να µελετηθεί, δεδοµένου ότι οι µέλισσες είναι εξαιρετικοί βιο-δείκτες οι οποίοι απορροφούν υψηλά ποσά περιβαλλοντικών ρυπαντών και έχει αποδειχτεί πως βιοσυσσωρεύουν νιτρικά και βαρέα µέταλλα (Saifutdinova et al, 1997). Σε ανάλογη
µελέτη, οι Leita et al, (1996) παρατήρησαν πως οι συγκεντρώσεις ήταν αυξηµένες στις νεκρές µέλισσες κατά την διάρκεια των πειραµάτων τους. 

Α. Έλεγχος των επιδράσεων του imidacloprid στην ανάπτυξη των µελισσοσµηνών- Συνθήκες αγρού- Καλλιέργεια βαµβακιού 

Οµάδα µελισσοσµηνών µεταφέρθηκε σε εµποτισµένη µε imidacloprid καλλιέργεια βαµβακιού στην έναρξη της άνθησης ενώ άλλη οµάδα τοποθετήθηκε σε συµβατική καλλιέργεια βαµβακιού.  Στα µελισσοσµήνη έγιναν µετρήσεις στον πληθυσµό, πριν, 30 ηµέρες µετά και 2 µήνες µετά την µεταφορά τους. Επίσης 25 ηµέρες µετά συλλέχθηκαν δείγµατα µελιού, γύρης και συλλεκτριών µελισσών για ανάλυση υπολειµµάτων. Με την επιστροφή των µελισσοσµηνών στο Ινστιτούτο Μελισσοκοµίας διενεργήθηκε το τεστ της συµπεριφοράς υγιεινής.

Οι µετρήσεις του πληθυσµού των µελισσοσµηνών πριν και µετά την µεταφορά τους στην καλλιέργεια βαµβακιού έδειξαν ότι ενώ στους µάρτυρες υπήρχε µία µικρή άνοδος, στα πειραµατικά µελισσοσµήνη, σε αυτά δηλαδή που βρίσκονταν στην καλλιέργεια µε το εµποτισµένο στο imidacloprid βαµβάκι, ο πληθυσµός µειώθηκε.  Μάλιστα η µείωση του πληθυσµού παρέµεινε και για άλλο ένα µήνα ενώ οι µάρτυρες συνέχιζαν να αυξάνονται.

Επίσης, το τεστ της συµπεριφοράς υγιεινής έδειξε ότι τα µελισσοσµήνη που είχαν υποστεί την επίδραση µ ε το imidacloprid είχαν 7% µικρότερη ικανότητα να αντιλαµβάνονται τον νεκρό γόνο σε σχέση µε τους µάρτυρες.   Επόµενα, το imidacloprid ακόµα και µέσα από επενδεδυµένο σπόρο βαµβακιού, είχε αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη και στην εξυγιαντική συµπεριφορά των µελισσοσµηνών.

B.  Υπολείµµατα imidacloprid σε µέλισσες, µέλι και γύρη

Η ανάλυση δειγµάτων µελιού και γύρης από τις πειραµατικές κυψέλες καθώς και συλλεκτριών µελισσών, που εξετάστηκαν από το Εργαστήριο Τοξικολογικού Ελέγχου Γεωργικών Φαρµάκων του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου, έδειξε ότι το µέλι και η γύρη ήταν επιβαρυµένα µ ε µεγάλες ποσότητες µ ε imidacloprid ύψους 7,4 και 5,6 ppb, ενώ οι συλλέκτριες µέλισσες είχαν στο σώµα τους 8,8 ppb imidacloprid, γεγονός που επιβεβαιώνει και τη µεγάλη επιβάρυνση των προϊόντων της κυψέλης.

 Τα παραπάνω ποσοστά υπολειµµάτων imidacloprid επιβεβαιώνουν ευρήµατα άλλων ερευνητών για τα ποσοστά του imidacloprid που ελευθερώνονται στο περιβάλλον από τα φυτά των οποίων οι σπόροι είναι επενδεδυµένοι. Με τον τρόπο επίσης αυτό επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η µέλισσα δρα ως βιο-δείκτης των φυτο-προστατευτικών ρύπων. 

Γ.  Επίδραση της ελεγχόµενης τροφοδοσίας imidacloprid  σε µελισσοσµήνη µέσα σε πειραµατικούς κλωβούς πτήσης-  Συνθήκες ηµι-αγρού  

Το 2010, διενεργήθηκαν 4 πειραµατισµοί στο Ινστιτούτο Μελισσοκοµίας, µέσα σε  κλωβούς πτήσης Στα µελισσοσµήνη δίνονταν τροφή που περιείχε imidacloprid  σε ποσότητες 2ppb στο σιρόπι και 3ppb στη γύρη. Το σιρόπι δίνονταν σε εξωτερικούς τροφοδότες έτσι ώστε να αναγκάζονται οι συλλέκτριες να πετούν για περίπου 11 µέτρα µέσα στους κλωβούς, και η γύρη δίνονταν µέσα στην κυψέλη.
 
Το χαρακτηριστικό αποτέλεσµα των πειραµατισµών ήταν:
 1) η σηµαντική αύξηση των νεκρών µελισσών µπροστά στις πειραµατικές κυψέλες αρκετές ηµέρες µετά την τροφοδοσία µε το imidacloprid η οποία προκλήθηκε λόγω δυσλειτουργίας στην αντίληψη προσανατολισµού των συλλεκτριών µελισσών έτσι ώστε πολλές συλλέκτριες δεν µπόρεσαν να επιστρέψουν στην κυψέλη τους και χάθηκαν έξω από αυτή και  
2)  η µείωση του αµυντικού συστήµατος των µελισσών και η αύξηση αντίστοιχα της εµφάνισης ασθενειών, όπως χαρακτηριαστικά της Νοσεµίασης.
  
∆. Επίδραση στους υπο-φαρυγγικούς αδένες- Ελεγχόµενη τροφοδοσία- εργαστηριακές µελέτες

∆ύο µελισσοσµήνη τροφοδοτήθηκαν µε σιρόπι και γύρη που περιείχε imidacloprid σε δόσεις 2ppb για το νέκταρ και 3ppb για τη γύρη, για 2 µήνες περίπου. Από τα µελισσοσµήνη αυτά συλλέχθηκαν νέο-εκολαπτόµενες µέλισσες 40 ηµέρες µετά την έναρξη της τροφοδοσίας, οι οποίες εισήχθησαν σε µικρά κλουβιά εργαστηρίου (10εκχ10εκχ10εκ). Στις µέλισσες δόθηκε τροφή (γύρη και σιρόπι µ ε ή χωρίς imidacloprid σε δόσεις 2ppb για το νέκταρ και 3ppb για τη γύρη. ∆είγµατα από µέλισσες σε ηλικία 9 ηµερών αλλά και σε ηλικία 14 ηµερών διατηρήθηκαν στην κατάψυξη για περαιτέρω µέτρηση της ανάπτυξης των υπο-φαρυγγικών τους αδένων, δηλαδή των αδένων που παράγουν τα βασιλικό πολτό. 

Σε επαναληπτικό πειραµατισµό, νέο-εκολαπτόµενες µέλισσες από υγιή µελισσοσµήνη εισήχθηκαν απευθείας σε µικρά κλουβιά εργαστηρίου και εκτράφηκαν µε σκοπό τον έλεγχο των υπο-φαρυγγικών αδένων σε µέλισσες ηλικίας 9 ηµερών αλλά και σε µεγαλύτερες ηλικίας µέλισσες (14 ηµερών) µετά από επίδραση µ ε imidacloprid.
 
Η εκτροφή των παραµάνων µελισσών (9 ηµερών) µε imidacloprid ως λάρβες (µέσα στις κυψέλες) και ως ενήλικες (µέσα στα κλουβιά) έδειξε ότι οι υπο-φαρυγγικοί αδένες, συρρικνώνονται σηµαντικά, σε σχέση µε αυτών από τις µέλισσες µάρτυρες. Η κύρια µείωση συµβαίνει στις µέλισσες ως ενήλικα έντοµα.  Επίσης. τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι οι µέλισσες ηλικίας 14 ηµερών και άνω που αρχίζουν να παράγουν ιµβερτάση αντί για βασιλικό πολτό, έχουν µικρότερους λοβούς υπο-φαρυγγικών αδένων και οι µέλισσες που είχαν υποστεί την επίδραση µ ε το imidacloprid είχαν σηµαντική επιπλέων µείωση του µεγέθους των αδένων αυτών.
 
Συµπερασµατικά, το imidacloprid είχε µία πολύ µεγάλη επίδραση στη µείωση του µεγέθους των υπο-φαρυγγικών αδένων των µελισσών και κατ’ επέκταση στην πρωτεϊνική τους δραστηριότητα, και όταν δόθηκε για µεγάλο χρονικό διάστηµα αλλά και όταν δόθηκε για σύντοµο χρονικό διάστηµα. Μικρότεροι αδένες, σηµαίνει λιγότερος βασιλικός πολτός, λιγότερα ένζυµα, µε ανυπολόγιστες ζηµιές για το µελίσσι.
  
Ε.  Επίδραση στο αναπνευστικό σύστηµα

Από τις µέλισσες που εκτράφηκαν στο εργαστήριο, κάποιες µεταφέρθηκαν στο Εργαστήριο Φυσιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήµιου Θεσσαλονίκης και εξετάστηκαν ως προς την επίδραση του imidaclioprid στον αναπνευστικό ρυθµό.  Τάισµα µε 0,020ng- 0,030ng imidacloprid  την ηµέρα ανά µέλισσα προκάλεσε 60%
αύξηση στο µεσοδιάστηµα µεταξύ των ριπών της αναπνοής. Επιπλέον η διάρκεια των ριπών αναπνοής µειώθηκε σηµαντικά κατά 57 % στις εκτεθειµένες στο imidacloprid µέλισσες σε σχέση µε τους µάρτυρες.

Το γεγονός αυτό σηµαίνει ότι οι µέλισσες που εκτίθενται και σε απειροελάχιστες ακόµα ποσότητες από imidacloprid αναπνέουν περισσότερο αργά, σαν να δυσκολεύονται, έχουν δηλαδή ένα είδος ΄δύσπνοιας’.  Σε άλλο πειραµατισµό, η χορήγηση imidacloprid µε τοπική επαφή σε δοσολογίες από 25,57 ng ανά µέλισσα  µέχρι και 1278,5 ng ανά µέλισσα είχε ως αποτέλεσµα µια σταδιακή αναστολή της σύσπασης του εξωσκελετού της µέλισσας η οποία πιθανότατα οφείλονταν στη δυσλειτουργία των αναπνευστικών κινητικών νευρώνων.

Η πιο έντονη απόκριση παρατηρήθηκε στη συγκέντρωση των 1278,5 ng ανά µέλισσα. Στην περίπτωση αυτή διαπιστώθηκε σχεδόν πλήρης  αναστολή της αναπνοής η οποία προκλήθηκε από την αντίστοιχη απενεργοποίηση των κινητικών νευρώνων. Σε χαµηλότερες συγκεντρώσεις της τάξεως των 511,4 και 102,25 ng ανά µέλισσα διαπιστώθηκε έντονη µείωση της αναπνευστικής λειτουργίας.   

Ζ.  Έλεγχος της ικανότητας γεύσης και όσφρησης

Χρησιµοποιώντας πάντα τις ίδιες υπο-θανατηφόρες δοσολογίες του imidacloprid στην τεχνητή τροφοδοσία των µελισσών, συλλέξαµε συλλέκτριες για να ελεγχθεί η ικανότητά τους στην αντίληψη της όσφρησης και γεύσης του σιροπιού. Η ικανότητα αυτή ελέγχεται µέσω ΄του αντανακλαστικού της προβοσκίδας΄ όπως αναφέρεται (proboscis extension reflex).

Χρησιµοποιήθηκαν διαφορετικές συγκεντρώσεις ζάχαρης µ ε και χωρίς imidacloprid και µετρήθηκε η ικανότητα των µελισσών να αντιλαµβάνονται την ύπαρξη  της ζάχαρης στο σιρόπι.  
Το αποτέλεσµα έδειξε ότι οι µέλισσες που είχαν υποστεί τροφοδοσία µε imidacloprid είχαν µειωµένη αντίδραση στην αναγνώριση των διαλυµάτων ζάχαρης και ειδικότερα των µικρότερων συγκεντρώσεων και αυτών που περιείχαν imidacloprid.
  
Η.  Έλεγχος επιδράσεων περιβαλλοντικών ρύπων στην ανάπτυξη των µελισσοσµηνών

∆ύο µεταλλικοί κλωβοί µ ε διαστάσεις 2µ πλάτος, 6 µ µήκος και 2µ ύψος χρησιµοποιήθηκαν για να εγκλωβίσουν οµάδες µικρών µελισσιών στη βιοµηχανική περιοχή Σίνδου- Θεσσαλονίκης. Οι κλωβοί σκεπάστηκαν µε δίχτυ (ελαιόπανο) για να εµποδίσουν την έξοδο των µελισσών. Το επόµενο έτος τα µελισσοσµήνη αφέθηκαν να αναζητήσουν τροφή ελεύθερα. Στα µελίσσια που χρησιµοποιήθηκαν στους κλωβούς έγιναν µετρήσεις του γόνου και του πληθυσµού πριν και στο τέλος του πειράµατος. Το δεύτερο έτος πάρθηκαν δείγµατα µελιού και µελισσών για αναλύσεις βαρέων µετάλλων.  

Η βιοµηχανική περιοχή και οι περιβαλλοντικοί ρύποι δεν είχαν καµία επίδραση στη φυσιολογική ανάπτυξη των µελισσοσµηνών. Η ανάλυση δε των δειγµάτων µελιού έδειξε ότι δεν υπήρχαν διαφορές στους ρύπους που ήταν συσσωρευµένοι στο µέλι, αλλά υπήρχαν διαφορές στους ρύπους που ήταν συσσωρευµένοι στους ιστούς των µελισσών, µε το Μόλυβδο, το Σίδηρο, τοη Ψευδάργυρο και το Μαγγάνιο να βρίσκονται σε διπλάσια τουλάχιστον ποσοστά στις µέλισσες της βιοµηχανικής περιοχής.


Συµπεράσµατα- Συζήτηση
Συνοψίζοντας τα αποτελέσµατα των παραπάνω πειραµατισµών, µπορούµε να πούµε µε πολύ µεγάλη βεβαιότητα τα παρακάτω:

• τα µελισσοσµήνη που µεταφέρθηκαν στις καλλιέργειες βαµβακιού δεν αναπτύχθηκαν στον ίδιο βαθµό µε τους µάρτυρες αλλά έχασαν πληθυσµό και παρέµειναν σε χαµηλότερα στάδια

• τα µελισσοσµήνη που είχουν υποστεί την επίδραση µε το imidacloprid είχαν µικρότερη ικανότητα να αντιλαµβάνονται τον νεκρό γόνο (περίπου 5-7% λιγότερο από τους µάρτυρες)

• Η ανάλυση δειγµάτων µελιού και γύρης από τις πειραµατικές κυψέλες καθώς και συλλεκτριών µελισσών, έδειξε ότι το µέλι και η γύρη ήταν επιβαρυµένα µε µεγάλες ποσότητες µε imidacloprid  ύψους 7,4 και 5,6 ppb, ενώ οι συλλέκτριες µέλισσες είχαν στο σώµα τους 8,8 ppb imidacloprid, γεγονός που επιβεβαιώνει και τη µεγάλη επιβάρυνση των προϊόντων της κυψέλης αλλά και εµφάνιση τοης ουσία στους ιστούς της µέλισσας.

• Το imidacloprid προκάλεσε µείωση της ικανότητας προσανατολισµού της µέλισσας και αύξηση της προσβολής από νοσεµίαση 

• Το imidacloprid προκάλεσε µείωση στο µέγεθος των λοβών των υπο- φαρυγγικών αδένων των µελισσών σε παραµάνες και συλλέκτριες µέλισσες 

• Τάισµα των µελισσών µ ε υπο-θανατηφόρες δόσεις imidacloprid προκάλεσε αναπνευστικά προβλήµατα στις µέλισσες. 

• Τέλος οι µέλισσες που είχαν υποστεί τροφοδοσία µ ε imidacloprid είχαν µειωµένη αντίδραση στην αναγνώριση των διαλυµάτων ζάχαρης και ειδικότερα των µικρότερων  συγκεντρώσεων.  
Με βάση τα παραπάνω και µ ε την εµπειρία της διεθνούς βιβλιογραφίας επιβεβαιώνονται οι εργασίες των συναδέλφων στο εξωτερικό για τις δευτερογενείς επιδράσεις του imidacloprid στον οργανισµό της µέλισσας. Η νευροτοξική αυτή ουσία, έχει πολύ µεγάλη επίδραση σε πολύ µικρές συγκεντρώσεις σε εσωτερικά συστήµατα του οργανισµού της µέλισσας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρονται το αδενικό σύστηµα, και το αναπνευστικό σύστηµα, καταστρέφοντας τη λειτουργίας τους ή µειώνοντας τη λειτουργία τους σε πολύ µεγάλο βαθµό.  

Σε συνδυασµό δε, µε την απειλή των ασθενειών και δη της Νοσεµίασης, η απώλεια του αµυντικού συστήµατος  της µέλισσας είναι πολύ µεγάλη. Μέχρι σήµερα, η επίδραση του imidacloprid ελέγχονταν µ εµονωµένα. Θεωρούµε όµως, όπως εξ΄ άλλου φαίνεται και από τα αποτελέσµατά µας ότι πρέπει να ελέγχεται σε σχέση και µε άλλους παράγοντες, γιατί αποδείχτηκε ότι η δράση του είναι περισσότερο δραστική όταν συνυπάρχει µε κάποιον άλλο στρεσσογόνο παράγοντα για το µελίσσι.  

Οι υποθανατηφόρες δόσεις του imidacloprid που βρέθηκαν στο µέλι και στη γύρη, είναι χαρακτηριστικές εκείνων των καλλιεργειών που οι σπόροι τους είναι εµποτισµένοι. Όµως, η επαναλαµβανόµενη συλλογή τροφής σε τέτοιες καλλιέργειες, για παράδειγµα, µελίσσια που θα µεταφερθούν από το καλαµπόκι, στον ηλίανθο και µετά στο βαµβάκι, δέχονται για πολύ µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα την επίδραση της νευροτοξικής αυτής ουσίας, η οποία αν και σε απειροελάχιστες ποσότητες, στην ουσία, αθροίζεται στη γύρη και στο µέλι αλλά και στο κερί. Παρόλα αυτά οι ποσότητες που βρέθηκαν µέχρι στιγµής είναι χαµηλότερες από αυτές που ορίστηκαν ως επιτρεπτές από την Ευρωπαϊκή Νοµοθεσία. 

Από τα λειτουργικά συστήµατα της µέλισσας που έχουν ελεγχθεί, το αδενικό, το αναπνευστικό και το κυκλοφορικό, έχουν βρεθεί να εµφανίζουν αλλοιώσεις και δυσλειτουργίες, µετά την επίδραση µε imidacloprid. Το σύστηµα το οποίο δεν έχει ελεγχθεί ακόµα είναι το αναπαραγωγικό. Πιστεύουµε όµως ότι και οι κηφήνες αλλά και οι βασίλισσες επηρεάζονται αρνητικά από τη χρήση νευροτοξικών ουσιών. Στην κατεύθυνση αυτή οφείλουµε να κινηθούµε και να ερευνήσουµε το συντοµότερο δυνατόν, δεδοµένου ότι η γονιµότητα των κηφήνων και των βασιλισσών είναι πρωταρχικής σηµασίας για την παραγωγικότητα των µελισσοσµηνών µας.  

Φαίνεται τέλος, ότι η ατµοσφαιρική ρύπανση, δεν προκαλεί στη µέλισσα τόσο µεγάλα προβλήµατα όσα δηµιουργεί στον άνθρωποι. Παρόλα αυτά αυτό δεν έχει αποδειχθεί πλήρως. Καθώς επίσης δεν έχουν εξεταστεί οι ρύποι στις αναπτυσσόµενες µορφές των µελισσών , στο γόνο, µε µεγαλύτερη λεπτοµέρεια. Είναι όµως γεγονός ότι οι ατµοσφαιρικοί µπορούν να µειώσουν τη ποιότητα των προϊόντων της κυψέλης και στο θέµα αυτό οφείλουµε να δείξουµε την ανάλογη ευαισθησία.

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Η ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΗ ΧΛΩΡΙ∆Α

                                                                  Δ.Τσέλλιος

Η παραγωγή του µελιού, της γύρης, του κεριού, της πρόπολης, του βασιλικού πολτού είναι το αποτέλεσµα της εκµετάλλευσης από τον άνθρωπο της πανάρχαιας σχέσης φυτών και µελισσών. Τα φυτά προσφέρουν στα έντοµα και στις µέλισσες νέκταρ και γύρη, την πρώτη ύλη για την παραγωγή µελιού, κεριού, εµπορεύσιµης γύρης και βασιλικού πολτού, δέχονται τις επισκέψεις των εντόµων και ιδιαιτέρως της µέλισσας της µελιτοφόρου.

 Με τις επισκέψεις αυτές χάρις στην κατασκευή του σώµατος και στην ανθική σταθερότητα των µελισσών, τα φυτά επιτυγχάνουν την καρπόδεση και έτσι µε την παραγωγή σπόρων και καρπών εξασφαλίζουν την διαιώνιση τους. Η θαυµάσια αυτή σχέση διαρκεί εκατοµµύρια χρόνια, αποδεδειγµένα. Μέλισσα απολιθωµένη ηλικίας 80 εκατοµµυρίων ετών, µε γύρη από ένα φυτικό είδος, που βρέθηκε στη Γερµανία, φανερώνει ότι η συµµετοχή του ανθρώπου στην ανωτέρω σχέση είναι πολύ πρόσφατη. ∆εν είναι σαφές πότε «ακριβώς» ο άνθρωπος µετεπήδησε από το στάδιο του θηρευτή στο στάδιο του εκτροφέα µελισσών.

Το µέλι υπήρξε από τις πρώτες γλυκαντικές ουσίες στη διατροφή του, κλέβοντας το από τα «άγρια» µελίσσια στους βράχους και στους κορµούς των δέντρων. Η οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών πριν µερικές χιλιάδες χρόνια συνέβαλε στην έναρξη διατήρησης και εκτροφής µελισσών για εξασφάλιση του µελιού και εν συνεχεία του κεριού. Απ’ αυτό το χρονικό σηµείο ξεκινά το ενδιαφέρον του ανθρώπου για την πηγή της πρώτης ύλης του µελιού. Αναφορές σε κλασικούς συγγραφείς της αρχαιότητας για την σπουδαιότητα µερικών φυτών, όπως το πεύκο και το θυµάρι, στην µελισσοκοµία, είναι οι πρώτες προσπάθειες διάκρισης των φυτών, σε φυτά χρήσιµα στην µελισσοκοµία, ή όπως λέµε µελισσοκοµικά φυτά.

Το σύνολο των µελισσοκοµικών φυτών ενός τόπου αποτελεί την µελισσοκοµική χλωρίδα του. Η διάκριση των µελισσοκοµικών φυτών µπορεί να γίνει µε πολλούς τρόπους λαµβάνοντας υπόψη διαφορετικά κριτήρια: • Μελισσοκοµικά φυτά διαφόρου εποχής. Κριτήριο η εποχή ανθοφορίας. Έτσι έχουµε ανοιξιάτικα, καλοκαιρινά, φθινοπωρινά, χειµωνιάτικα µελισσοκοµικά φυτά. • Μελιγόνα, µελιτογόνα ή γυρεοδοτικά φυτά. Η σηµασία των καλλιεργούµενων µελισσοκοµικών φυτών έναντι των αυτοφυών για την µελισσοκοµία σταδιακά αυξάνει. • Αυτοφυή ή καλλιεργούµενα µελισσοκοµικά φυτά. Η σηµασία των καλλιεργούµενων έναντι των αυτοφυών για την µελισσοκοµία σταδιακά αυξάνει. • Ετήσια ή πολυετή. Τα ετήσια έχουν περιοδικό χαρακτήρα αφού διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν την βλάστησή τους, αντίθετα τα πολυετή φυτά θα επηρεαστούν θετικά ή αρνητικά κυρίως στη χρονική περίοδο της ανθοφορίας τους.

• Κύρια ή δευτερεύοντα µελισσοκοµικά φυτά. Κύριο µελισσοκοµικό φυτό είναι το καλοκαιρινό κυρίως ή φθινοπωρινό φυτό που αρκετές χρονιές επιτυγχάνει στην ανθοφορία, είναι µελιγόνο ή µελιτογόνο και δίνει το όνοµα του στο µέλι που παράγεται. Οµοίως το δευτερεύον µελισσοκοµικό φυτό, είναι διαφόρου εποχής. Μπορεί να είναι και απλώς γυρεοδοτικό φυτό και βοηθά στην ανάπτυξη ή συντήρηση του µελισσιού. Αρκετές φορές δευτερεύοντα µελισσοκοµικά φυτά που η ανθοφορία τους προηγείται της ανθοφορίας ενός κύριου µελισσοκοµικού φυτού, συµµετέχουν στην παραγωγή του µελιού. Η δευτερεύουσα αυτή µελισσοκοµική χλωρίδα αποτελεί και το συνηθέστερο κριτήριο διάκρισης µελιού της αυτής κύριας ανθοφορίας αλλά διαφορετικών περιοχών.

 Το τελευταίο αυτό κριτήριο διάκρισης είναι και το σηµαντικότερο, αυτό που ενδιαφέρει τους µελισσοκόµους περισσότερο, είναι όµως το κριτήριο σχετικά µε την περιοχή που εξετάζουµε. Ενώ όλα τα άλλα κριτήρια διάκρισης έχουν γενική εφαρµογή, το τελευταίο αναφέρεται πάντοτε σε συγκεκριµένη περιοχή. Έτσι µελισσοκοµικό φυτό µπορεί να είναι κύριο για µια περιοχή π.χ. η πορτοκαλιά για την Αργολίδα ή την Άρτα και το ίδιο φυτό για την Μακεδονία (τα διάσπαρτα δέντρα που υπάρχουν) να έχει µικρή αξία και ούτε καν δευτερεύον να µη χαρακτηρίζεται.

Αγριόκροκος (Crocus sp.)   
Βολβόριζα φυτά τα οποία ανθίζουν τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο µε µόνο υπέργειο τµήµα το ανθοφόρο στέλεχος. Όµορφα λουλουδάκια που προσελκύουν τις µέλισσες για τη γύρη και το νέκταρ ενίοτε. Τα µελισσοσµήνη εκτρέφουν γόνο σε µια εποχή κρίσιµη για την ανανέωση του πληθυσµού. Σε εκτάσεις που δεν οργώνονται και δεν χρησιµοποιούνται ζιζανιοκτόνα, ο αγριόκροκος είναι συνηθισµένο είδος  της Ελληνικής µελισσοκοµικής χλωρίδας. 
  
Λεβάντα (Lavandula sp.) 
Αρωµατικό φυτό, διακοσµητικό συνήθως, αλλά και καλλιεργούµενο σε ορισµένες περιοχές της χώρας µας. Η γνήσια λεβάντα (Lavandula vera) ευδοκιµεί σε υψόµετρα πάνω από 500 µέτρα και αποδίδει αιθέριο έλαιο (αρωµατοποιία) εξαιρετικής ποιότητας. Το µέλι που παράγεται σε περιοχές καλλιέργειας λεβάντας, έχει έντονο άρωµα και κεχριµπαρένιο χρώµα . Τα ανθοφόρα στελέχη της λεβάντας αποκόπτονται στην πλήρη άνθιση για απόσταξη, οπότε διακόπτεται απότοµα η βοσκή για τις µέλισσες. Έχει διαπιστωθεί πειραµατικά ότι η µεγάλη παρουσία µελισσών σε καλλιέργειες λεβάντας αυξάνει κατά 20% την απόδοση σε αιθέριο έλαιο. Η λεβάντα χρησιµοποιούµενο ως καλλωπιστικό σε χαµηλά υψόµετρα, περιπίπτει σε υβρίδιο της γνήσιας (L. hybrida). Έχει συνεχόµενη ανθοφορία από τον Ιούνιο µέχρι τον Σεπτέµβριο. Τώρα τελευταία δοκιµάζεται (µε επιτυχία κατ’αρχήν) στην προστασία των κηρήθρων από τον κηρόσκωρο.

Μηλιάδι (Fraxus ornus)  
∆ασικό δένδρο όχι µεγάλης εξάπλωσης, εκτιµάται όµως για την ποιότητα του ξύλου του, σκληρό και ανθεκτικό µε πολλές χρήσεις. Μελισσοκοµικά είναι αξιόλογο φυτό για γύρη και ορισµένες χρονιές για µέλι. Την εποχή που εµφανίζονται οι ασπροκίτρινες ταξιανθίες του (Μάιος),  οι ανάγκες του µελισσιού σε τροφές (µέλι και γύρη) είναι πολύ µεγάλες γι’αυτό και το µέλι από το µηλιάδι σπάνια εµφανίζεται στο τελικό προϊόν, όµως σαν δευτερεύον µελισσοκοµικό φυτό συντελεί στην ανάπτυξη του µελισσιού που προετοιµάζονται για τις καλοκαιρινές βασικές νοµές.

Οξαλίδα (Oxalis pes caprae)   
Ζιζάνιο των ελαιώνων, βολβόριζο, δυσκολοεξώντοτο. Τα φύλλα είναι τρίλοβα, ο κάθε λοβός  καρδιόσχηµος, τα φύλλα όλα µε µακρύ µίσχο σχηµατίζουν ροζέτα. Ο βλαστός του είναι κυρίως υπόγειος και προέρχεται από βολβίδια. Το ότι είναι και δυσκολοεξώντοτο ζιζάνιο αποτελεί και πλεονέκτηµα για την µελισσοκοµία αφού η χειµωνιάτικη ανθοφορία του, είναι κάθε χρόνο σταθερή, προσφέροντας γύρη και νέκταρ στις µέλισσες για πρώιµη ανάπτυξη. Άλλωστε οι περιοχές που έχει έντονη παρουσία η οξαλίδα (Κρήτη και Πελοπόννησος) ενδείκνυται για χειµερινή δραστηριότητα δηλ. εκτροφή γόνου κ.λ.π. για εκµετάλευση πρώιµων ανθοφοριών (π.χ. πορτοκάλι). Η ανθοφορία της διακόπτεται µε το φρεζάρισµα του Μαρτίου.

Τζιτζιφιά (Eleagnus angustifolia)   
Ευρύτατα καλλιεργείται ως καλλωπιστικό σε πάρκα και δεντροστοιχίες κυρίως στα παραλιακά µέρη της χώρας µας. Τα µικρά κίτρινα ευωδιαστά λουλούδια έρχονται σε αντίθεση µε τα λευκοπράσινα φύλλα του όµορφου αυτού δένδρου, ενώ οι επισκέψεις των µελισσών τον Ιούνιο (εποχή ανθοφορίας) ξεκινούν λίγο πριν την ανατολή του ηλίου και σταµατούν λίγες ώρες µετά. Το χαρακτηριστικό της τζιτζιφιάς είναι το ευχάριστο ιδιαίτερο άρωµα του λουλουδιού, που γεµίζει την ατµόσφαιρα σε µεγάλη έκταση. 

Φοίνικας (Phoenix sp.)   
Ευδοκιµεί σε τροπικά ή υποτροπικά κλίµατα, καλλιεργούµενο δένδρο για τους εδώδιµους καρπούς του (χουρµάδες). Στη χώρα µας καλλωπιστικό φυτό µε µεγάλη διάδοση τα τελευταία χρόνια, σε  παραθαλάσσιες ζεστές περιοχές. Είναι φυτό δίοικο, τα θηλυκά και αρσενικά λουλούδια του βρίσκονται σε διαφορετικά φυτά. Πολλαπλασιάζεται εύκολα µε τα σπέρµατα, που πέφτοντας από τα δένδρα δίδουν την επόµενη ή µεθεπόµενη χρονιά νέα φυτάρια, σε ίση αναλογία θηλυκών-αρσενικών.

Για τη µελισσοκοµία σηµασία έχουν τα αρσενικά δένδρα, ούτως ή άλλως µικρή λόγω της περιορισµένης εξάπλωσής του, για τη γύρη που προσφέρουν  σε σηµαντικές ποσότητες. Οι σπάδικες µε τη γύρη, ωχρό άσπρο-κίτρινο  χρώµα, προσελκύουν µεγάλο αριθµό µελισσών. Η εποχή ανθοφορίας δεν είναι σταθερή για όλα τα δένδρα µερικά των οποίων ανθίζουν µέσα στο καλοκαίρι ή φθινόπωρο, τα περισσότερα όµως ανθίζουν Απρίλιο-Μάιο. Οι ανθοφόροι σπάδικες  1-2 κατά δένδρο, δύσκολα ξεχωρίζουν στο κέντρο της βλάστησης.
 
Φράουλα (Fragaria vesca) 
Πολυετές ποώδες φυτό µικρού αναστήµατος.  Τα άνθη που σχηµατίζονται κατά οµάδες πάνω σε ταξιανθία σύνθετου σκιαδίου είναι συνήθως ερµαφρόδιτα. Κάθε άνθος αποτελείται από τον κάλυκα που έχει διπλή σειρά σεπάλων και τη στεφάνη µε τα πέταλα που συνήθως είναι λευκού χρώµατος. Η ανθοδόχη έχει σχήµα  κωνικό και φέρει πολλούς στήµονες και ύπερους. Η ανθοδόχη αυτή εξελίσσεται σε καρπό µικρότερο και πιο αρωµατικό από τις καλλιεργούµενες φράουλες µε σχήµα κωνικό, σφαιρικό ανάλογα µε την ποικιλία. Ανθίζει από Μάιο µέχρι Ιούνιο. Από µελισσοκοµικής πλευράς δεν είναι σηµαντικό φυτό. Το νέκταρ που παράγουν τα άνθη της  είναι λίγο σε ποσότητα (0,6-0,8 mg άνθος/ηµέρα) και σχετικά φτωχό σε σάκχαρα (18-25%).Αντίθετα η γύρη  αποζηµιώνει τις µέλισσες γιατί είναι αρκετή και καλής ποιότητας. Είναι φυτό που προσελκύει πολλές µέλισσες.           
 
Τσουκνίδα (Urtica sp.) 
Σε όλους µας είναι γνωστές οι τσουκνίδες, χαµηλά φυτά, ζιζάνια που φυτρώνουν σε όλους σχεδόν τους τόπους στη χώρα µας, κυρίως σε κήπους, τάφρους, χανδάκια, γενικότερα σε υγρά και πλούσια σε οργανική ουσία εδάφη. Το όνοµά τους το οφείλουν στον ερεθισµό  του δέρµατος  που προκαλεί το καυστικό οξύ που φέρουν οι λεπτές τρίχες, µε τις οποίες είναι καλυµµένα όλα τα εναέρια µέρη του φυτού. Στη χώρα µας δύο είδη τσουκνίδας είναι συνηθισµένα. α) τσουκνίδα η καυστική (urtica urens). Ετήσιο ζιζάνιο µε φύλλα πριονωτά, χρώµατος βαθύ πράσινο και λουλούδια άσπρα πολύ µικρά που µόλις ξεχωρίζουν στις βάσεις του µίσχου των φύλλων.

Η ανθοφορία τους ξεκινά πολύ νωρίς, από το Φεβρουάριο, αλλά κλιµακώνεται σε φυτά που φυτρώνουν αργότερα µέχρι και τον Ιούλιο. Οι µέλισσες επισκέπτονται τα λουλούδια συλλέγοντας κυρίως γύρη σε µικρούς ασπροκίτρινους βώλους, αλλά και νέκταρ. Οι κορυφές των τρυφερών αυτών βλαστών χρησιµοποιούνται και στη µαγειρική για τη διατροφή του ανθρώπου. β) Τσουκνίδα η δίοικος (urtica dioica). Πολυετές ζιζάνιο που έχει σε διαφορετικά φυτά τα αρσενικά και θηλυκά λουλούδια. Απαντάται σε ορεινά µέρη της χώρας µας, ανθίζει από Ιούλιο έως Σεπτέµβριο και έχει περιορισµένο µελισσοκοµικό ενδιαφέρον.              
 
Τριφύλλι (Τrifolium sp.)  
Τα  αγριοτρίφυλλα στα οποία περιλαµβάνονται πολλά είδη του γένους Τrifollium είναι πολυετή φυτά κυρίως ορεινών περιοχών µε πολύ υγρασία ή και πεδινών βαλτωδών εκτάσεων. Είναι από τα σπουδαιότερα µελισσοκοµικά φυτά. Σχεδόν όλα τα είδη του γένους Τrifollium δίνουν άφθονο νέκταρ τα οποία απαιτούν πολλές βροχές για να αποδώσουν το µέγιστο των δυνατοτήτων τους, που όχι µόνο δε σταµατάει η νεκταροέκκριση αλλά αλλά συνεχίζεται ακόµη και στην πλήρη άνθιση. Φυσικά θα πρέπει να µεσολαβούν µερικές ηµέρες µε ηλιοφάνεια και υψηλές θερµοκρασίες για να πετούν οι µέλισσες. Η σταυρεπικονίαση είναι απαραίτητη για την παραγωγή σπόρου και οι µέλισσες καθώς συλλέγουν  το νέκταρ προκαλούν και τη σταυρεπικονίαση. Το µέλι από αγριοτρίφυλλα είναι εξαιρετικής ποιότητας ανοικτού χρώµατος µε υπέροχο άρωµα και γεύση.                 
 
Μολόχα (Μalva silvestris) 
Από τα πιο συνηθισµένα αγριολούλουδα της ελληνικής υπαίθρου.   Έχει ισχυρό ριζικό σύστηµα, το οποίο επαναβλαστάνει κάθε χρόνο στο τέλος του χειµώνα. Σε πρώιµα µέρη οι ετήσιοι βλαστοί εµφανίζονται νωρίς το χειµώνα, τα πρώτα λουλούδια από τις αρχές Φεβρουάριου, ενώ η ανθοφορία συνεχίζεται καθώς συνεχίζεται η αύξηση των βλαστών µέχρι και τον Οκτώβριο. Τα λουλούδια της µε τα µεγάλα κυανοειδή πέταλα προσελκύουν τις µέλισσες προσφέροντας νέκταρ από τα νεκτάρια που βρίσκονται στη βάση των πετάλων. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει τις µέλισσες να στρέφονται γύρω και πάνω στους ανθήρες µαζεύοντας έτσι µε τις  τρίχες που καλύπτουν το κεφάλι και τον θώρακα άσπρα σαν ‘αλευρωµένα’. Η κύρια εποχή εκµετάλλευσης  από τις µέλισσες είναι από Απρίλιο έως και Ιούνιο. Είναι πολύ ανθεκτικό στις καιρικές µεταβολές και έξοχο µελισσοκοµικό φυτό.             
 
Πεύκο  (Pinus sp.)  
Tο πεύκο αποτελεί αναµφισβήτητα το πολυτιµότερο µελισσοκοµικό φυτό της χώρας µας. Το πευκόµελο είναι η βάση της παραγωγής µελιού στην Ελλάδα, µε ποσοστό 60% περίπου της συνολικής παραγωγής και είναι µέλι εξαιρετικής ποιότητας. Το µελίτωµα στο πεύκο προέρχεται από το κοκκοειδές Marchalina hellenica (εργάτης), που εγκαθίσταται κυρίως στις σχισµές του ξηρόφλοιου και περιβάλλεται µε µια κηρώδη άσπρη ουσία την χαρακτηριστική βαµβακάδα που εκκρίνει το ίδιο από το δέρµα του. Οι µελιτώδεις εκκρίσεις αρχίζουν από τον Αύγουστο µέχρι την άνοιξη. Οι περίοδοι εκκρίσεων από τον Αύγουστο µέχρι τον Οκτώβριο, είναι αυτές που αξιοποιούνται κυρίως για την παραγωγή πευκόµελου, ενώ την ψυχρή περίοδο του έτους οι εκκρίσεις παραµένουν ανεκµετάλλευτες γιατί οι µέλισσες δεν πετούν για να συλλέξουν το µελίτωµα.

 Και η ανοιξιάτικη όµως µελιτοέκκριση, είναι πολύ σηµαντική για την αποθήκευση τροφών  που συντελούν στην περαιτέρω ανάπτυξη των µελισσοσµηνών. Πέρα από τη µεγάλη παραγωγή που προσφέρει το πεύκο εµφανίζει και άλλα πλεονεκτήµατα όπως: Μεγάλη σταθερότητα στη µελιτοέκκριση, µεγάλη µελισσοχωρητικότητα, παρατεταµένη περίοδο εκµετάλλευσης, τα µελισσοσµήνη στα πευκοδάση είναι εξασφαλισµένα από ψεκασµούς, δεν εµφανίζονται τα δυσάρεστα φαινόµενα της λεηλασίας και της παραπλάνησης των µελισσών, εξασφαλίζονται τα µελίσσια από µέλι σαν απόθεµα τροφών. Το πεύκο όµως παρουσιάζει και ορισµένα µειονεκτήµατα.

Το σπουδαιότερο είναι η κατακόρυφη πτώση της γέννας της βασίλισσας που έχει σαν αποτέλεσµα την σηµαντική µείωση του πληθυσµού των µελισσοσµηνών µετά από αρκετό χρόνο παραµονής στο πεύκο. Αυτό το φαινόµενο προκαλεί δύο ανεπιθύµητες καταστάσεις: τη µη πλήρη αξιοποίηση της µελιτοέκκρισης λόγω αδυνατίσµατος των µελισσιών και φυσικά απώλειας σηµαντικών ποσοτήτων µελιού και απώλεια των µελισσοσµηνών κατά την περίοδο του χειµώνα. Το µέλι από πεύκο δεν κρυσταλλώνει και είναι πλουσιότερο σε ιχνοστοιχεία , πρωτεΐνες, αµινοξέα και έχει λιγότερες θερµίδες.                
 
Παλιούρι (Paliurus sp.) 
Το παλιούρι προσφέρει νέκταρ και γύρη πολύ καλής ποιότητας γι’αυτό επικρατεί η πεποίθηση πως οι βασίλισσες που βγαίνουν στο παλιούρι, όταν είναι επιτυχής η ανθοφορία του, είναι από τις καλύτερες. Το µειονέκτηµα της ανθοφορίας αυτής είναι, όπως και της ακακίας που προηγείται της ανθοφορίας του παλιουριού, η ευαισθησία στις βροχές και στον ξερό Β.∆. άνεµο. Παρ’όλα αυτά είναι ένα από τα σπουδαιότερα µελισσοκοµικά φυτά της χώρας µας και η ανθοφορία του ξεκινά από τα µέσα Μαΐου  σε πρώιµες περιοχές και επεκτείνεται στο µεγαλύτερο µέρος του Ιουνίου στα οψιµότερα µέρη.                    
 
Λαδανιά (Cistus cretica) 
∆ηµιουργεί πολύ όµορφα ροζ λουλούδια. Ανθίζει από το Μάρτιο µέχρι και τον Ιούνιο. Φέρει ερµαφρόδιτα άνθη που µπορούν να αυτογονιµοποιηθούν, ή γίνεται επικονίαση κυρίως από τις µέλισσες. Αποτελεί το σπουδαιότερο γυρεοδοτικό µελισσοκοµικό φυτό της Μεσογείου. Είναι γνωστό και µε άλλα ονόµατα όπως κουνούκλα, αγριοτριανταφυλλιά ( το λουλούδι της µε τα µεγάλα ρόδινα πέταλα µοιάζει µε το λουλούδι της άγριας τριανταφυλλιάς). Απαντάται σ’όλη την Ελλάδα. Την εποχή άνθισης της λαδανιάς, τα πλαίσια στην κυψέλη γεµίζουν µε γύρη, γεγονός που µπλοκάρει την επέκταση του γόνου, όµως οι ανάγκες  του µελισσιού σε γύρη το καλοκαίρι για την εκτροφή γόνου είναι τόσο µεγάλες, που καταναλίσκεται γρήγορα από τις παραµάνες µέλισσες, δίνοντας τη θέση τους  σε γόνο και εν συνεχεία σε µέλι το φθινόπωρο.                     
 
Κουµαριά (Arbutus unedo L.)  
Η άνθισή της αρχίζει από Οκτώβριο και συνεχίζεται όλο το ∆εκέµβριο. Προσφέρει νέκταρ και γύρη, δυναµώνοντας εξαιρετικά τα µελίσσια που επεκτείνουν το γόνο, σε µια κρίσιµοι για το ξεχειµώνιασµά τους περίοδο και εφοδιάζονται µε µέλι κατάλληλο για τη διατροφή τους όχι όµως και για τον άνθρωπο, λόγω της δυσάρεστης γεύσης του. Τέλος είναι πιθανό οι κλιµατικές συνθήκες που επικρατούν αυτή την εποχή, βροχές, περίσσεια υγρασίας, περιορισµός της πτήσης των µελισσών, να είναι αιτία αρνητικών φαινοµένων, όπως η εµφάνιση της νόσου νοζεµίασης στο µελίσσι και οι µελισσοκόµοι να τα συνδυάζουν µε τη βόσκηση στην κουµαριά.             
 
Αγκορτζιά (Pirus amygdalοformis)  
Η ανθεκτικότητα του δένδρου, η πυκνή κόµη του µε το όµορφο στρογγυλό του σχήµα, προσέφερε σκιά στους αγρότες  τους καλοκαιρινούς µήνες και καταφύγιο για πολλά είδη πτηνών της άγριας πανίδας. Η σε µεγάλο ποσοστό κοπή αυτών των πολύτιµων δένδρων, για οικονοµικούς λόγους (εξοικονόµηση εδαφών) και ευκολίας στην καλλιέργεια (ελκυστήρες, θεριζοαλωνιστικές, αρδευτικά συγκροτήµατα), αλλοίωσε την µορφή των κάµπων της χώρας µας, ενώ σίγουρα ήταν οπισθοδρόµηση στην διατήρηση του περιβάλλοντος και στην οικολογική ισορροπία. Ακόµη πολλές αγκορτζιές εµβολιάσθηκαν µε διάφορες ποικιλίες αχλαδιάς σε µια µεγάλη προσπάθεια που έγινε στη δεκαετία του ’60 πράξη που για τη µελισσοκοµία δεν είχε όφελος, αφού η ανθοφορία της αγκορτζιάς ( Απρίλιο) είναι αξιολογότερη για τις µέλισσες απ’ότι της αχλαδιάς. Σήµερα οι αγκορτζιές αυτοφύονται σε χέρσες εκτάσεις και στις άκρες των δρόµων.                    
 
Γαλαζάκι (Centaurea cyanus)  
Φυτό λευκοπράσινο, µε όρθιο βλαστό και µακριές διακλαδώσεις ύψους 30-80 εκ. Ανθεκτικό µε διαδοχικές εκπτύξεις ανθοφόρων στελεχών και πολύτιµη διπλή προσφορά για τις µέλισσες (νέκταρ και γύρη). Τα µελίσσια δηµιουργούν αποθέµατα µελιού ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται σε πληθυσµό και γόνο, γεγονός που κρατά το γαλαζάκι  ψηλά στη συνείδηση των µελισσοκόµων. Στα σιτηρά  ορεινών περιοχών, όπου συνήθως δεν χρησιµοποιούνται πολλά ζιζανιοκτόνα , τον Ιούνιο-Ιούλιο το χρώµα εναλλάσσεται από το χρυσό κίτρινο στο βαθύ µπλε προς χαρά των µελισσοκόµων.

Αλογοθύµαρο-Σµυρνιά-Σµύρος (Anthyllis  hermaniae)   
Aνθεκτικός θάµνος στις καιρικές συνθήκες και γενικότερα καταπονήσεις, όπως πάτηµα ή βόσκηση από ζώα, συναγωνισµό µ’άλλα φυτά, στις άγονες και ακαλλιέργητες περιοχές όπου ευδοκιµεί. Τα κίτρινα ευωδιαστά λουλούδια της είναι πόλος έλξης των µελισσών και αν οι βροχές που προηγήθηκαν της άνθησης ήταν αρκετές, τότε η επιτυχία της ανθοφορίας είναι εξασφαλισµένη.Η αντοχή της ανθοφορίας στις αντίξοες καιρικές συνθήκες, η κλιµάκωσή της από τα χαµηλότερα σε µεγαλύτερα υψόµετρα είναι δυνατόν να κλιµακώσουν την περίοδο άνθησης και πέραν του µηνός.

Πάντως ο Ιούνιος είναι ο κυριότερος µήνας εκµετάλευσής της από τις µέλισσες,η ανθοφορία αρχίζει στα χαµηλά τον Μάιο. Το νέκταρ  και το µέλι είναι λαµπερό-ανοιχτόχρωµο κίτρινο µε υπέροχο άρωµα.Οι µέλισσες χτίζουν πολλά κεριά στο αλογοθύµαρο,ένα µάλιστα  χαρακτηριστικό, ίσως µοναδικό είναι ότι τα φρεσκοκτισµένα κεριά έχουν χρώµα ζωηρό κίτρινο αντί του συνηθισµένου άσπρου.Θεωρείται και είναι σπουδαίο µελισσοκοµικό φυτό. 
                
Λυγαριά-Λυγιά-Άγνος-Kαναπίτσα (Vitex agnus castus) 
Η Λυγαριά είναι φυλλοβόλος θάµνος µε ύψος έως 4 µέτρα. που φύεται σε πολλές ακαλλιέργητες πεδινές εκτάσεις της χώρας µας, ιδιαίτερα σε κοίτες χειµάρρων ή σε περιοχές που καταλαµβάνονται από νερά πληµµυρισµένων ποταµών.  Για την αξία της λυγαριάς και την σηµασία της  στην µελισσοκοµία , δεν υπάρχει σχετική ελληνική ή ξένη βιβλιογραφία, οι γνώµες των µελισσοκόµων διχάζονται.Οι περισσότεροι θεωρούν τη λυγαριά σηµαντικό µελισσοκοµικό φυτό και υπολογίζουν στο νέκταρ και τη γύρη που προσφέρει στις µέλισσες την περίοδο άνθησης της (Ιούνιος-Αύγουστος). 
               
Καλαµπόκι (Zea mays)   
Καλλιεργούµενο φυτό ανοιξιάτικης ή καλοκαιρινής σποράς. Καταλαµβάνει µεγάλες εκτάσεις παγκοσµίως, αλλά και στη χώρα µας όπου και επιτυγχάνεται µε την χρήση υβριδίων, µεγάλες στρεµµατικές αποδόσεις από τις υψηλότερες στον κόσµο. Το καλαµπόκι είναι ανεµόφιλο φυτό και ως εκ τούτου παράγει µεγάλες ποσότητες γύρης. Σε συνδυασµό µε την πυκνότητα σποράς και τις µεγάλες εκτάσεις που καταλαµβάνει, µπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες σε γύρη χιλιάδων µελισσών από καλλιέργειες περιορισµένης σχετικά έκτασης.

 Υπολογίζεται ότι η γύρη που παράγεται ανέρχεται σε 7-30 κιλά/στρέµµα. Συχνά προσβολή από αφίδες έχει σαν αποτέλεσµα την παραγωγή µελιτωµάτων τα οποία προσελκύουν τις µέλισσες αρκετές µέρες πριν την ανθοφορία. Σ’αυτό το στάδιο µπορεί να προκληθούν µεγάλες ζηµιές στα µελίσσια από ψεκασµούς για καταπολέµηση των αφίδων. Η ανθοφορία του καλαµποκιού ξεκινά τον Ιούλιο για την ανοιξιάτικη σπορά και τον Αύγουστο Σεπτέµβριο για την καλοκαιρινή επίσπορη καλλιέργεια. Η κύρια εκµετάλλευση για τη µελισσοκοµία πραγµατοποιείται τον Ιούλιο, η επιτυχία είναι εξασφαλισµένη και ανεξάρτητη βροχοπτώσεων αφού η καλλιέργεια είναι αρδευόµενη.      
 
Θυµάρι (Thymus capitatus)  
To πιο γνωστό µελισσοκοµικό φυτό στη χώρα µας και όχι µόνο µεταξύ των µελισσοκόµων, αλλά γενικότερα στο ευρύ κοινό που έχει συνδέσει τη λέξη µέλι µε τη λέξη θυµάρι. Βρίσκεται σ’όλη την Ελλάδα, φυτρώνει σε ξηρές πλαγιές ή παραθαλάσσιες πετρώδεις θέσεις, σε φρύγανα, εκεί που η γεωργική γη είναι ελάχιστη και οι βροχές στη θερινή περίοδο σπάνιες. Ενδεικτικό της αντοχής και της προσαρµογής του στις ξηροθερµικές συνθήκες είναι το µέγεθος και το σχήµα των φύλλων του, µικρά και στενά φυλλαράκια, αλλά και ολόκληρου του φυτού, χαµηλό και σφαιρικό σχήµα, ώστε να περιορίζεται κατά το δυνατόν η διαπνοή, η κατανάλωση δηλαδή νερού.

Το σφαιρικό σχήµα έδωσε και το όνοµα στο είδος του φυτού(capitatus = κεφαλωτός). Το θυµάρι ανήκει στην κατηγορία των κύριων µελισσοκοµικών φυτών εξαιτίας της άφθονης και πλούσιας σε σάκχαρα νεκταρεέκκρισης του όταν φυσικά είναι επιτυχηµένη και καταλήγει σε τρυγητό. Η περιεκτικότητα σε σάκχαρα κυµαίνεται από 40-60% ενώ το δυναµικό µέλιτος στα 400 και άνω κιλά µελιού ανά εκτάριο (Εva Crane).Το τελευταίο νούµερο αναφέρεται µε κάθε επιφύλαξη, αφού εξαρτάται από την πυκνότητα των φυτών θυµαριού σε δεδοµένη έκταση και φυσικά το έτος µέτρησης. Υπάρχουν δυστυχώς χρονιές που η νεκταροέκκριση είναι µηδενική, ενώ είναι γνωστό ότι η σύνθεση των θυµαρότοπων συνεχώς επιδεινώνεται εις βάρος του θυµαριού και εις όφελος ανεπιθύµητων φυτών.               
 
Βαµβάκι (Gossypium hirsutum) 
Το βαµβάκι είναι και αξιόλογο µελισσοκοµικό φυτό µε πολύ σπουδαία πλεονεκτήµατα. α) τη µεγάλη έκταση της καλλιέργειας  σ’όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα β) τη σταθερότητα της νεκταροέκκρισης από χρονιά σε χρονιά, έχει ήδη προσανατολίσει µεγάλο αριθµό µελισσοκόµων στην παραγωγή βαµβακόµελου. Το βαµβακόµελο είναι πολύ ρευστό κατά τη φυγοκέντριση και το χρώµα του ανοικτό- λαµπερό-κίτρινο.
 Γρήγορα όµως κρυσταλλώνει και αποκτά πολύ ανοικτό, σχεδόν άσπρο χρώµα. Τελευταία άρχισε η παραγωγή υβριδίων βαµβακιού µε περιορισµένη νεκταροέκκριση, έτσι ώστε να µη προσελκύονται τα επιβλαβή έντοµα. Το γεγονός αυτό µπορεί να µειώσει τις επεµβάσεις µε εντοµοκτόνα, δεν γνωρίζουµε όµως πόσο θα µειωθεί η παραγωγή βαµαβακόµελου αφ’ενός και αφετέρου πόσο θα επηρεάσει την ποιότητα και ποσότητα του βαµβακιού.
   
 Φθινοπωρινό Ρείκι (Erica verticilata) 
Το φθινοπωρινό ή κόκκινο ρείκι είναι φυτό που το συναντά κανείς σ’όλη την Ελλάδα, ηπειρωτική ή νησιώτικη. Είναι γνωστό µε πολλά κοινά ονόµατα όπως κλαδί, πυρένι,σουσούρα, τσάρο,έρικας, τσαλί, χαµόρεικο κ.α. Το επιστηµονικό του όνοµα είναι  Erica verticilata ή Erica multipolyflora που µεταφρασµένα σηµαίνουν ερείκη η σπονδυλωτή και ερείκη η πολυανθής. Βρίσκεται σε όλα τα υψόµετρα και τις πλαγιές που καλύπτονται από θαµνώδη δασική βλάστηση, όπου συνυπάρχει µε κουµαριές, λαδανιές, σµυρνιές, πουρνάρια, ανοιξιάτικα ρείκια, σχίνους κ.λ.π. Το φθινόπωρο όταν είναι ανθισµένο, ολόκληρη η περιοχή χρωµατίζεται από τα πολυάριθµα κόκκινα – µοβ λουλούδια τους και τότε εύκολα ξεχωρίζει από τους άλλους θάµνους και κυρίως από το ανοιξιάτικο ρείκι (Erica arborea) µε το οποίο έχει πολλές βοτανικές οµοιότητες, αφού ανήκουν στο ίδιο γένος..  Προσφέρει άφθονο νέκταρ και γύρη στις µέλισσες και κατατάσσεται ιδίως το φθινοπωρινό ρείκι ή σουσούρα, πρώτο στις προτιµήσεις των µελισσοκόµων κυρίως για τους παρακάτω λόγους.

Η µεγάλη έκταση που καταλαµβάνει. Η µεγάλη ποσότητα και υψηλής βιολογικής αξίας γύρη που προσφέρει στις µέλισσες. Αρκετές ποσότητες νέκταρος, ιδίως από το µέσο της ανθοφορίας και µετά. Η εποχή που ανθίζει το φθινοπωρινό ρείκι είναι κρίσιµη για τη µελισσοκοµία. Πλησιάζει ο χειµώνας, τα µελίσσια πρέπει να ανανεώσουν τον πληθυσµό τους για το ξεχειµώνιασµα, οι ανθοφορίες σπανίζουν και µια επιτυχηµένη ανθοφορία ρεικιού είναι ότι καλύτερο. Σηµαντική είναι επίσης η βοήθεια που προσφέρει στα µελίσσια  που αδυνατίζουν στο πεύκο, συµβάλλοντας  στην επιτυχέστερη  εκµετάλλευση του τελευταίου.

Υπάρχουν όµως και µειονεκτήµατα λίγα αλλά σηµαντικά όπως: Ευαισθησία στις κλιµατολογικές συνθήκες, έχοντας απαίτηση στην ύπαρξη αρκετής εδαφικής υγρασίας για την έναρξη της ανθοφορίας. Μετά την πλήρη άνθιση όµως στην περίοδο της νεκταροέκκρισης είναι ευαίσθητη στη βροχή, στον ξερό Β.∆. άνεµο και στον καυτό λίβα που την σταµατούν. Εµφάνιση λεηλασίας, όταν για τους παραπάνω λόγους σταµατήσει η νεκταροέκκριση ή στην αναµονή έναρξης της ανθοφορίας.                 
 
Πολύκοµπος (Polygonum sp.) 
Οι µήνες Ιούλιος και Αύγουστος είναι η εποχή που κύρια οι µελισσοκόµοι εκµεταλλεύονται την ανθοφορία του πολύκοµπου. Οι µέλισσες βρίσκουν στον πολύκοµπο την απαραίτητη για την εκτροφή του γόνου γύρη όλους τους µήνες του φθινοπώρου και τον ∆εκέµβριο, µε αποτέλεσµα ο πολύκοµπος µαζί µε το φθινοπωρινό ρείκι και την κουµαριά, να είναι οι τελευταίες σηµαντικές πηγές γύρης πριν από την ερχόµενη άνοιξη και ως εκ τούτου η χρησιµότητά του είναι µεγάλη.                  
 
Αρµυρίκι (Tamarix sp.)  
Στην Ελλάδα έχουµε 6 είδη γνωστά µε τα κοινά ονόµατα Μυρίκια, Αρµυρίκια, Μυρίγκες (Αίγινα), Μερικοί (Κύπρος). Μερικά ανθίζουν την άνοιξη (Μάρτιος- Απρίλιος) και άλλα το φθινόπωρο (Σεπτέµβριος-Οκτώβριος). Είναι πολύ χρήσιµο φυτό, εξαιτίας κυρίως της ικανότητας να καλύπτει τις αµµώδεις παραλιακές περιοχές. Σπάνια καίγεται, αφού δηµιουργεί πολύ αραιές κοινωνίες. Λόγω της υψηλής περιεκτικότητας του κορµού της σε µεταλλικά στοιχεία είναι ιδιαίτερα δύσφλεκτο είδος. Προσφέρουν κυρίως γύρη στις µέλισσες, αλλά και νέκταρ. Είναι φυτό χρήσιµο στη µελισσοκοµία, λόγο της µεγάλης αντοχής και της µέτριας ανάπτυξής του, κατάλληλο για δενδροφυτεύσεις δρόµων, πάρκων κ.λ.π.                 
 
Ακονιζιά – Σκοτζάρι ( Inula viscosa)   
Ανθίζει το φθινόπωρο, τα λουλούδια του έχουν χρώµα ζωηρό κίτρινο και είναι κατ’εξοχήν γυρεοδοτικό φυτό. Λόγω εποχής άνθισης, Σεπτέµβριος- Οκτώβριος είναι χρήσιµο φυτό στη µελισσοκοµία αφού την εποχή αυτή  η γύρη σπανίζει αφ’ενός, αφ’ετέρου είναι απαραίτητη για την εκτροφή γόνου  και την ανανέωση του πληθυσµού των µελισσιών.                
 
Ακακία (Robinia pseudacacia) 
Στη χώρα µας η ακακία έχει σηµαντική θέση στον κατάλογο των µελισσοκοµικών φυτών και δεν είναι λίγοι οι µελισσοκόµοι που υπολογίζουν στην ακακία το πρώτο δεκαήµερο του Μαΐου για τη δηµιουργία αποθεµάτων µελιού στα µελίσσια και το κτίσιµο νέων κηρήθρων. Η ανθοφορία της είναι εντυπωσιακή και διαρκεί 10-20 µέρες, ενώ κάθε λουλούδι ξεχωριστά τις πρώτες 5-6 µέρες. To µοναδικό, όµως σοβαρό µειονέκτηµα της ακακίας είναι η ευαισθησία της ανθοφορίας στη βροχή και στον αέρα. Κατά την πλήρη άνθιση αρκεί µια ελαφρά βροχή ή δυνατός ξηρός αέρας για να καταστρέψει την ευχάριστη εικόνα της προηγούµενης ηµέρας και τότε το θέαµα είναι απογοητευτικό. Όµως σε ευνοϊκές χρονιές η ακακία µπορεί να κάνει θαύµατα.
               
Αµυγδαλιά (Prunus amygdalus)  
Η εποχή άνθισης είναι κρίσιµη για το µελίσσι γιατί αυτό βρίσκεται στο λεπτότερο σηµείο της ζωής του µέσα στο χρόνο, στο οποίο όπου γίνεται η έναρξη παραγωγής γόνου και πρέπει να γίνει το γεφύρωµα των γερασµένων χειµωνιάτικων µελισσών µε τις νέες ανοιξιάτικες. Η ανθοφορία της αµυγδαλιάς τότε προσφέρει γύρη και µέλι απαραίτητο για  την ανάπτυξη του γόνου. Επίσης µπαίνουν τα θεµέλια για πρώιµο τρύγο τον Μάιο- Ιούνιο, φυσικά σε άλλες ανθοφορίες και τοποθεσίες.                
 
Αρκουδόβατος (Smilax aspera)   
Η εντυπωσιακή σε άρωµα ανθοφορία του αρκουδόβατου το Σεπτέµβριο, µε τα µικρά ασπρορόδινα λουλούδια, αποζηµιώνει για τις ενοχλήσεις που προκαλεί τον υπόλοιπο χρόνο. Ανθίζει από τον Αύγουστο έως και τον Οκτώβριο, τα άνθη του είναι µικρά άσπρου χρώµατος. Οι µέλισσες βόσκουν εντατικά στον αρκουδόβατο, συλλέγοντας γύρη και νέκταρ. Επειδή ο αρκουδόβατος συνυπάρχει µε άλλα φυτά  στον υπόροφο των πευκοδασών, όπου ως γνωστόν το φθινόπωρο η γύρη σπανίζει, είναι φυτό χρήσιµο στη µελισσοκοµία.              
 
Ασφόδελος  (Asphodelus microcarpus)  
Ο ασφόδελος είναι ζιζάνιο των βοσκοτόπων , δυσκολοεξώντοτο, ακριβώς όµως γι’αυτόν τον λόγο πολύτιµο µελισσοκοµικό φυτό, συνυπολογιζόµενου του γεγονότος ότι προσφέρει µεγάλες ποσότητες νέκταρος στις µέλισσες, είναι πρώιµης µεγάλης διάρκειας άνθισης, σκληροτράχηλο φυτό στις καιρικές συνθήκες. Βροχές ακόµη και στη διάρκεια της ανθοφορίας δεν επηρεάζουν την ανθοφορία.   Oι ανθοφόροι βλαστοί εµφανίζονται στις αρχές της άνοιξης µέχρι και τον Ιούνιο στις όψιµες τοποθεσίες.Οι βροχές της άνοιξης ευνοούν την σταδιακά επεκτεινόµενη ανθοφορία των στελεχών και την επιτυχηµένη νεκταροέκκριση. Αρκετές χρονιές τ’αποθέµατα µελιού που συλλέγουν οι µέλισσες είναι περισσότερα από τις ανάγκες (µεγάλες αυτή την εποχή) για την εκτροφή του γόνου και πραγµατοποιείται τρυγητός.
                 
Αγριορίγανη – Θυµαράκι – Τούφα (Thymus serpyllum) 
Πολύ διαδεδοµένο αυτοφυές φυτό, χαµηλή πόα, που δεν ξεπερνά σε ύψος  τα 30-40 εκατοστά, µε ευωδιαστά ασπρορόδινα λουλούδια και φύλλα-βλαστάρια µε µεγάλη ποσότητα αιθέριου ελαίου, παρόµοια µε του θυµαριού. Απαντάται σ’όλα τα υψόµετρα, από τα παραθαλάσσια µέρη µέχρι και πάνω από 1.000 µέτρα, προσελκύει τις µέλισσες µε το έξοχο αρωµατικό νέκταρ του. Σε περιοχές συνήθως ορεινές, µε µεγάλες εκτάσεις αγριορίγανης ή τούφας, όπως είναι γνωστό και αλλιώς το θυµαράκι, το µέλι που παράγεται, συνήθως τον Ιούλιο µετά την ανθοφορία του Μαΐου-Ιουνίου είναι πολύ αρωµατικό, εφάµιλλο του θυµαριού.                       
 
 Ασφάκα  (Phlomis fruticosa) 
Εντυπωσιακά κίτρινα λουλούδια και ζωηρή βλάστηση χαρακτηρίζουν τον θάµνο αυτό που καλύπτει πολλές άγονες εκτάσεις της Ν∆ κυρίως Ελλάδος. (Βελαούρες είναι η επωνυµία τέτοιων εκτάσεων στη ∆υτική Ελλάδα). Είναι φυτό αµφισβητούµενης µελισσοκοµικής αξίας. Παρά το γεγονός ότι η ανθοφορία της διαρκεί πλέον των δύο µηνών (άνοιξη), σπάνια παρατηρεί κανείς µέλισσες να βόσκουν στα µακρυκάλυκα λουλούδια της. Μερικές φορές όµως, ιδίως προς το τέλος της ανθοφορίας όταν αρχίζουν να µαραίνονται τα λουλούδια ή µετά από βροχή όταν τα λουλούδια γεµίζουν νερό και οι µέλισσες µπορούν να φθάσουν µε την προβοσκίδα τους το νέκταρ, τότε η παραγωγή µελιού είναι εντυπωσιακή. Το µέλι της ασφάκας (δεν βγαίνει κάθε χρόνο ούτε σε µεγάλες ποσότητες) είναι πολύ καλής ποιότητας, µε ευχάριστη γεύση και ανοικτό κίτρινο χρώµα.               
 
 Καβαλαριά – Αγριόβικος (Vicia sp.)  
Εξόχως µελιγόνο αυτοφυές ζιζάνιο των καλλιεργειών. Την άνοιξη κυριαρχεί στην αυτοφυή βλάστηση ακαλλιέργητων εκτάσεων, στους φράκτες και τα σύνορα µεταξύ των καλλιεργειών. Αναρριχόµενο φυτό, στερείται ισχυρού κορµού, ενώ βροχοπτώσεις την άνοιξη ευνοούν τη γρήγορη ανάπτυξή του και την πλούσια και συνεχή ανθοφορία του. Μ ε συνθήκες ήπιου χειµώνα (φυτό ευαίσθητο στους παγετούς) και βροχερής άνοιξης, κλιµακώνει την ανθοφορία στους συνεχούς εκπτυσσόµενους νέους βλαστούς, από το τέλος του χειµώνα έως και το καλοκαίρι.
 Τα λουλούδια µε χρώµα βαθύ κόκκινο-µοβ και σχήµα ψυχής (πεταλούδας) όπως σ’όλα τα ψυχανθή, προσφέρουν νέκταρ σε µεγάλες ποσότητες και τ’αποτελέσµατα φαίνονται µέσα στην κυψέλη, που βαραίνει γρήγορα από το µέλι που ωριµάζει. Υπολογίζεται πολύ από τους µελισσοκόµους, η σηµασία του όµως συνεχώς υποβαθµίζεται, αφού η εντατική χρήση της γεωργικής γης και των ζιζανιοκτόνων το περιορίζουν στα ρείθρα των δρόµων και στις εκτάσεις µε µεγάλη κλίση που δύσκολα καλλιεργούνται.
                
Αγριοσουσαµιά  (Heliotropium europeum) 
Ποώδες ετήσιο φυτό µε άσπρα  ευωδιαστά λουλουδάκια που φυτρώνει σε χέρσα εδάφη και σε θερισµένα σιτηρά. Η ταξιανθία θυµίζει το λουλούδι της σουσαµιάς, ανθίζει τον Ιούλιο σταδιακά, δένει τους σπόρους στη βάση και συνεχίζει την ανθοφορία προς την κορυφή. Η διάρκεια ανθοφορίας ξεπερνά τις 30-40 ηµέρες και διακόπτεται συνήθως το  φθινόπωρο ή από το όργωµα των χωραφιών. Σε ορισµένες περιοχές παράγεται µέλι µε σηµαντική συµµετοχή του αξιόλογου αυτού µελισσοκοµικού φυτού, λευκοκίτρινου χρώµατος µε εξαιρετικό χρώµα.                
 
 Αγριολεβάντα  (Lavandula stoechas)  
Αυτοφυές αρωµατικό φυτό που βρίσκεται σ’αρκετές περιοχές της χώρας µας όπως Πελοπόννησο, Χαλκιδική, Κρήτη, Εύβοια, Κω και  σ’άλλα  νησιά. Μεγάλη παρουσία έχει στη Λέσβο όπως είναι γνωστό µε το κοινό όνοµα Αβαγιανός. Ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών (Labiatae) που αναγνωρίζονται εύκολα από τους τετραγωνικούς βλαστούς και είναι τα περισσότερα αξιόλογα µελισσοκοµικά φυτά. Οι µέλισσες επισκέπτονται τα λουλούδια της αγριολεβάντας κυρίως για το νέκταρ το οποίο λόγο εποχής άνθησης (από Φεβρουάριο έως Απρίλιο) καταναλώνεται για τη διατροφή του γόνου.                
 
 Φασκόµηλο (Salvia officinalis)  
Ανθίζει σε χέρσες, ξηρές, πετρώδεις θέσεις. Η αξία του φασκόµηλου για τη µελισσοκοµία είναι µεγάλη όπως και η εκτίµηση των µελισσοκόµων όλης της νησιωτικής Ελλάδας για το αρωµατικό αυτό φυτό της ελληνικής χλωρίδας. Σηµαντική όµως και η προτίµηση που δείχνουν οι µέλισσες στη βόσκηση των λουλουδιών της φασκοµηλιάς συλλέγοντας κυρίως νέκταρ την περίοδο Μαρτίου Απριλίου.               
 
Ανεµώνη (Αnemone sp.) 
Ανθίζει από το Φεβρουάριο µέχρι τον Απρίλιο και  δίνει άφθονη γύρη. Οι πανέµορφες ανεµώνες πολλές φορές αναφέρονται και ως ‘αγριοπαπαρούνες’. Βροχερός και ήπιος χειµώνας ευνοεί την πρώιµη άνθισή τους το χειµώνα έως και τους πρώτους µήνες της άνοιξης. Τα µεγάλα εντυπωσιακά ασπρορόδινα ή και κόκκινα λουλούδια της ανεµώνης, προσελκύουν τις µέλισσες για τη γύρη που προσφέρουν. Λόγω εποχής ανθοφορίας έχουν µελισσοκοµικό ενδιαφέρον.               
 
Πυράκανθος. (Pyracantha coccinea)   
Η ανθοφορία του δεν διαρκεί πολλές ηµέρες (περίπου µία εβδοµάδα,αρχές Μαϊου) προσελκύει όµως πολλές µέλισσες, προσφέροντας νέκταρ κυρίως.               
 
∆ενδρολίβανο (Rosmarinus officinalis)  
Στη χώρα µας  βρίσκεται σαν αυτοφυές σε περιοχές της Νότιας Ελλάδας και στην Ζάκυνθο και Κρήτη, σαν καλλωπιστικό στις αυλές και στους κήπους σ’όλη την Ελλάδα και σαν καλλιεργούµενο φυτό σε πολύ µικρές εκτάσεις στη Βόρεια Ελλάδα.Το δενδρολίβανο είναι φυτό µε τη µεγαλύτερη περίοδο άνθισης. Ανθίζει από το Σεπτέµβριο µέχρι και τα µέσα Μαΐου. Μόνο στους θερινούς µήνες µε τις υψηλές θερµοκρασίες µένει χωρίς λουλούδια, όµως και αυτή την περίοδο συνεχίζει την ανάπτυξη των βλαστών του και να ευνοηθεί µε βροχές, η ανθοφορία του ξεκινά νωρίς το Σεπτέµβριο ή ακόµη και τον Αύγουστο.              
 
 Bερικοκιά (Prunus armeniaca)  
Η καλλιέργεια σε οργανωµένους οπωρώνες µείωσε το ενδιαφέρον για µελισσοκοµική εκµετάλλευση εξαιτίας της υπερβολικής και πολλές φορές άκαιρης χρήσης εντοµοκτόνων. Παρ όλα αυτά η βερικοκιά αποτελεί σπουδαίο µελισσοκοµικό φυτό γιατί προσφέρει γύρη και νέκταρ. Η ποσότητα της γύρης είναι σηµαντική , καλύπτει τις ανάγκες των µελισσιών που την έχουν απόλυτο ανάγκη  για την διατροφή του γόνου και τη δηµιουργία αποθεµάτων. Τα αποτελέσµατα µέσα στην κυψέλη πιστοποιούν και για την άριστη ποιότητα της γύρης της βερικοκιάς που µε την ύπαρξη συµπαγών οπωρώνων µπορεί να συντηρήσει εκατοντάδες µελίσσια σε µια συγκεκριµένη περιοχή. Αν στο πρώτο µισό της ανθοφορίας η γύρη έχει τον πρώτο λόγο, στο δεύτερο µισό το νέκταρ είναι πιο σηµαντικό. Η ποσότητα είναι αρκετά µεγάλη, σε σηµείο που πέραν από τις ανάγκες  συντήρησης του σµήνους και διατροφής του γόνου δηµιουργούνται και αποθέµατα στα ‘στεφανώµατα’ δηλαδή πάνω και γύρω από τις περιοχές του πλαισίου που καταλαµβάνει ο γόνος.

Χαρουπιά (Ceratonia siliqua L.) 
Η χαρουπιά είναι φυτό µεγάλης χρησιµότητας  για τη µελισσοκοµία, µιας και είναι αυτοφυής ή και εµβολιασµένη. Ο Σεπτέµβρης είναι ο µήνας που τα άνθη της ήµερης χαρουπιάς δίνουν στις µέλισσες τη δυνατότητα να κάνουν πολύ µέλι και να αποθηκεύει  γύρη. Η άγρια χαρουπιά που αναβλαστάνει ακόµα και αν ξεραθεί το εµβόλιο της ήµερης, προσφέρει γύρη προς τα τέλη του φθινοπώρου. Η χαρουπιά δεν υστερεί έναντι των άλλων δασικών δέντρων ούτε ως προς τις µελιτώδεις εκκρίσεις. Από τους µίσχους και τους καρπούς της οι µέλισσες συλλέγουν µερικές χρονιές άφθονα µελιτώµατα. Η µελιτοφορία της χαρουπιάς το Σεπτέµβριο είναι σηµαντική γιατί αυτήν την εποχή  δεν δίνουν πολλά φυτά τροφές  και είναι µία περίοδος ανάπαυλας, προετοιµασίας και αναδιοργάνωσης για την εκµετάλλευση του πεύκου.   

∆ενδρώδες ρείκι (Erica arborea L.)  
Το ανοιξιάτικο ρείκι παρουσιάζει πλούσια νεκταροέκκριση, ικανοποιητική σταθερότητα από χρονιά σε χρονιά, έχει µεγάλη διάρκεια άνθισης και αντοχή στα καιρικά φαινόµενα. Παρόλα τα τόσα πλεονεκτήµατα που είναι συγκεντρωµένα σε αυτό το φυτό, δεν γίνεται τρυγητός από ανοιξιάτικο ρείκι. Ένας από τους λόγους που δεν αξιοποιείται εµπορικά το ρεικίσιο µέλι είναι η εποχή άνθισης η οποία ξεκινά τον Φεβρουάριο από τα πρώιµα, ζεστά µέρη και κλιµακώνει την άνθισή του  µέχρι τον Μάιο στα οψιµότερα και µε µεγαλύτερο υψόµετρο µέρη. Η εποχή λοιπόν άνθισης, συµπίπτει µε την ανάπτυξη των µελισσιών ενώ σε πολλά µέρη ακολουθεί τις εκκρίσεις του ανοιξιάτικου πεύκου, µε τα µελίσσια να επιδίδονται στη συλλογή γύρης από τα ρείκια και τις λαδανιές και στην εκτροφή γόνου.    

Γλυκάνισος (Pimpinela anisum) 
Η προτίµηση στα κίτρινα λουλούδια του γλυκάνισου από τις µέλισσες είναι εµφανής. Η γύρη αλλά κυρίως το νέκταρ είναι που προσελκύουν χιλιάδες µέλισσες στις φυτείες γλυκάνισου και ο τρύγος εφόσον έχουµε δυνατά µελίσσια είναι πολύ πιθανός. Μάλιστα προς το τέλος της ανθοφορίας παρατηρείται µπλοκάρισµα του γόνου, το οποίο βέβαια έχει σαν αποτέλεσµα περισσότερα πλαίσια για τρύγο, αλλά και σύντοµα εξασθένιση του µελισσιού. Το γεγονός αυτό σε συνδυασµό µε τη φθορά που εµφανίζεται στις συλλέκτριες µετά από λίγες µέρες βοσκής  στο γλυκάνισο (χάνουν το τρίχωµά τους, ’λαδώνουν’, µαυρίζουν, σκίζονται τα φτερά τους ), αποτρέπει πολλούς µελισσοκόµους να επιδιώξουν τη µεταφορά των µελισσιών τους σε φυτείες γλυκάνισου. Εάν µάλιστα ο µελισσοκόµος θέλει να εκµεταλλευτεί τις µελιτοεκκρίσεις του πεύκου νωρίς τον Αύγουστο τότε καλά θα κάνει να αποφύγει το γλυκάνισο.       
 
Καστανιά (Castanea sativa) 
Η καστανιά εκτιµάται από τους µελισσοκόµους, ιδιαίτερα τους παραγωγούς πευκόµελου, ως ένα από τα 4-5 σπουδαιότερα µελισσοκοµικά φυτά. Αιτία το δυνάµωµα των µελισσιών  (η αξία της γύρης της καστανιάς φαίνεται από τι πόσο πονά το τσίµπηµα της µέλισσας που βόσκησε σ’αυτή) και η επιτυχία εν συνεχεία στο πεύκο. Την επιτυχηµένη βόσκηση των µελισσιών στην καστανιά µπορεί να την αντιληφθεί κανείς ανοίγοντας την πρώτη κυψέλη, η χαρακτηριστική µυρωδιά σκορπίζει στην ατµόσφαιρα. Το µέλι της καστανιάς είναι σκούρο κοκκινωπό περιέχει πολλούς γυρεοκκόκους, έχει πικρή γεύση και χαρακτηριστικό άρωµα. Για τα µελίσσια αποτελεί εξαιρετικής ποιότητας τροφή, αλλά δεν έχει µεγάλη εµπορική αξία.
  
Μουσµουλιά (Mespilus japonica) 
Καρποφόρο δέντρο που χρησιµοποιείται και ως καλλωπιστικό. Έχει µεγάλα λογχοειδή και δερµατώδη φύλλα γυαλιστερά στην πάνω επιφάνεια και χνουδωτά στην κάτω, ενώ οι βαθιές νευρώσεις δίνουν στην επιφάνεια του φύλλου ανάγλυφη εµφάνιση. Από τους πλέον πτωχούς µήνες του έτους είναι ο Νοέµβριος. ∆ύσκολα µπορεί να ξεχωρίσει κανείς ένα ,δύο µελισσοκοµικά φυτά αποκλειστικά αυτής της εποχής. Ίσως η µουσµουλιά που σηµατοδοτεί την έναρξη του µελισσοκοµικού χειµώνα να είναι τελικά το πιο αντιπροσωπευτικό φυτό αυτού του µήνα για τη χώρα µας.
Τα λουλούδια της µουσµουλιάς είναι πολύ ανθεκτικά στα καιρικά φαινόµενα, βροχή, αέρας, άλλωστε η εποχή άνθισης χαρακτηρίζεται από ευµετάβλητο καιρό, προσελκύουν πολλά είδη εντόµων, κυρίως όµως µέλισσες και βοµβίνους. Προσφέρουν νέκταρ και γύρη. Το χρώµα της γύρης στα πόδια της µέλισσας είναι ωχρό-κίτρινο. Η διάρκεια της ανθοφορίας κλιµακώνεται σε µεγάλο χρονικό διάστηµα, πέραν του µηνός, εξαιτίας της σταδιακής άνθισης και της µεγάλης διάρκειας ζωής των λουλουδιών. Αυτό φαίνεται αργότερα στο δέσιµο και την ωρίµανση των καρπών, όταν στον ίδιο βότρυ υπάρχουν καρποί σε διαφορετικά στάδια ωρίµανσης.
 Συνιστάται η επέκταση της καλλιέργειας του δένδρου αυτού µεµονωµένα ως καλλωπιστικό ή οργανωµένα σε µεγαλύτερες εκτάσεις. Σε µια τέτοια περίπτωση η µουσµουλιά θα αποκτήσει για την Ελληνική µελισσοκοµία ανάλογη σηµασία µ’αυτήν που έχει σ’άλλες χώρες όπως την Ισπανία όπου κάθε χρόνο  στη Β.Α. περιοχή τους συρρέουν χιλιάδες µελίσσια για την εκµετάλλευση αυτής της ανθοφορίας.  

Ηλίανθος (Helianthus annuus) 
Καλλιεργούµενο φυτό που η έκτασή του επηρεάζεται πολύ από τις τιµές των σπόρων του ή των ανταγωνίσιµων  καλλιεργειών. Η παραδοσιακή για τη χώρα µας περιοχή καλλιέργειάς του είναι ο Έβρος. Προσφέρει µέλι σε µεγάλες ποσότητες αδυνατίζουν όµως σηµαντικά τα µελισσοσµήνη. Ανθίζει Ιούνιο-Ιούλιο, το µέλι του είναι ανοιχτόχρωµο, έχουµε όµως µεγάλη φθορά των συλλεκτριών µελισσών, οι οποίες γρήγορα χάνουν το τρίχωµά τους και µαυρίζουν. Η φθορά των συλλεκτριών µελισσών είναι εντονότερη σε ξηρικές καλλιέργειες και για το λόγο αυτό θα πρέπει να αποφεύγονται από τους µελισσοκόµους.
Και στην περίπτωση που έχουµε αρκετές βροχές και υπάρχει περίσσεια υγρασίας, η παραµονή των µελισσιών στον ηλίανθο πρέπει να είναι πολύ σύντοµη. Μόλις είναι έτοιµα για τρύγο, τρυγούµε και µεταφέρουµε τα µελίσσια µας σε γυρεοφόρες ανθοφορίες. Πρέπει να σηµειωθεί ότι µετά τον ηλίανθο τα µελίσσια δεν ‘τραβούν’ στο πεύκο. Αυτό είναι άλλωστε αναµενόµενο αφού εκτός της φθοράς των  συλλεκτριών µελισσών, παρατηρείται και ‘µπλοκάρισµα του γόνου’ από τα µέλια.